ΚΥΡΙΕ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ ΕΛΕΗΣΟΝ ΜΕ

ΚΥΡΙΕ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ ΕΛΕΗΣΟΝ ΜΕ
ΑΚΟΜΗ ΚΑΙ ΑΝ ΚΟΛΛΗΣΕΙ Ο ΟΥΡΑΝΟΣ ΣΤΗ ΓΗ, Ο ΤΑΠΕΙΝΟΦΡΩΝ ΔΕΝ ΘΡΟΕΙΤΑΙ. ΚΑΙ ΑΝ ΑΔΙΚΗΘΕΙ ΔΕΝ ΑΓΩΝΙΑ ΝΑ ΠΕΙΣΕΙ ΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΟΤΙ ΑΔΙΚΗΘΗΚΕ ΑΛΛΑ ΒΑΖΕΙ ΜΕΤΑΝΟΙΑ(ΑΒΒΑΣ ΙΣΑΑΚ Ο ΣΥΡΟΣ- ΕΝΑΣ ΠΟΛΥ ΑΔΙΚΗΜΕΝΟΣ ΑΓΙΟΣ)

Πέμπτη 28 Ιανουαρίου 2010

ΒΙΟΣ ΟΣΙΟΥ ΙΣΑΑΚ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΝΙΝΕΥΪ (28 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ ΚΑΙ 28 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ)

Ο Άγιος Ισαάκ ο Σύρος δεν είχε καθορισμένη ημερομηνία εορτασμού στο ελληνορθόδοξο ημερολόγιο.
Συνηθιζόταν να μνημονεύεται το όνομα του στις 28 Ιανουαρίου μαζί με τον άλλο μεγάλο Σύρο πατέρα της Εκκλησίας, τον όσιο Εφραίμ.
Ωστόσο εδώ και μερικά χρόνια και με πρωτοβουλία του οσίου γέροντος Παϊσίου του Αγιορείτου,ο οποίος ευλαβείτο πολύ τον όσιο Ισαάκ, συντάχθηκε η ακολουθία του και επελέγη η 28η Σεπτεμβρίου ως ημέρα εορτασμού της οσιακής μνήμης του.
Μάλιστα χτίστηκε στο Αγιον Όρος και ο πρώτος ναός του Οσίου, σε κελλί μοναχού της συνοδείας του γέροντος Παϊσίου(.http://anavaseis.blogspot.com/2010/09/28092010.html#more)
Ὁ ὅσιος Ἰσαάκ ὁ Σύρος εἶχε πατρίδα τήν Νινευΐ. Ὁ συγγραφέας τοῦ Ἐπιγράμματος περί σιωπῆς καί ἡσυχίας, ἀναφέρει ὡς πατρίδα του τήν Μεσοποταμία (χωρίο πλησίον τῆς Ἐδέσσης)[4]. Ἔζησε τόν ἕκτο αἰώνα[5]. Ἡ ἀκμή του τοποθετεῖται στά 534 μ.Χ.[6] Αὐτό συνάγεται ἐκ τοῦ γεγονότος ὅτι ἔγραψε ἐπιστολή στόν ἅγιο Συμεών τόν στυλίτη (521-596 μ.Χ.)πού ἀσκήθηκε στό Θαυμαστό ὄρος πλησίον τῆς Ἀντιόχειας τῆς Συρίας. Ἐπίσης καί ἀπό τό ὅτι ἀναφέρει ὅτι ἡ ἡλικία τῶν δαιμόνων ἦταν στήν ἐποχή του 6000 χρόνια[7]. Δηλ. ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ ἔζησε στήν ἀρχή τῆς ἕβδομης χιλιετίας ἀπό κτίσεως κοσμου (6ος αἰ.). Δέν γνωρίζουμε ποιοί ἦσαν οἱ γονεῖς του. Σέ πολύ νεαρή ἡλικία ἐγκατέλειψε τήν κοσμική ζωή καί κατετάγη στό Μοναστήρι τοῦ ἁγίου Μαρ. Ματθαίου μαζί μέ τόν κατά σάρκα ἀδελφό του. 
Ἐδῶ ἀφοῦ ἀσκήθηκε ἀρκετά καί ἔφθασε σέ ὑψηλό μέτρο ἀρετῆς, πληγώθηκε ἀπό τόν πόθο τῆς ἡσυχαστικῆς ζωῆς. Φεύγει τότε ἀπό τό Κοινόβιο καί ἐγκαταβιώνει σέ ἐρημική τοποθεσία, ὅπου ζεῖ ἡσυχαστικά προσέχοντας μόνο στό Θεό καί στόν ἑαυτό του. Ὁ ἀδελφός του παραμένοντας στό Μοναστήρι ἔγινε ἡγούμενος. Ἄρχισε τότε μέ ἐπιστολές του νά παρακινεῖ τόν ἅγιο Ἰσαάκ νά ἐπιστρέψει, στήν Μονή τῆς μετανοίας τους. Ὁ πόθος ὅμως, τοῦ ἁγίου γιά τήν ἡσυχία, ἦταν τόσο μεγάλος πού δέν ἐγκατέλειψε τόν τόπο τῆς ἀσκήσεώς του οὔτε γιά ἐλάχιστο χρόνο. Ἐν τούτοις αὐτό, πού δέν κατάφεραν οἱ ἀδελφικές ἱκεσίες, ἀναγκάστηκε νά τό πραγματοποιήσει αὐτοπροαίρετα, ὑπακούοντας σέ θεία ἀποκάλυψη. Κάνοντας ὑπακοή στόν τοπικό Ἐπίσκοπο χειροτονεῖται Ἐπίσκοπος Νινευΐ. Δέν ἔπρεπε πράγματι νά κρύπτεται ὁ λύχνος κάτω ἀπό τόν μόδιο ἀλλά νά τεθεῖ ἐπί τήν λυχνία. Δέν ἔμεινε ὅμως γιά πολύ. Τοῦ συνέβη κάτι ἀνάλογο μέ αὐτό πού συνέβη στόν Ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο, ὁ ὁποῖος μόλις χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος Σασίμων ἀμέσως σκέφθηκε τήν φυγή. «Φαίνεται», σημειώνει ὁ διδάσκαλος τοῦ Γένους Ἱερομόναχος Νικηφόρος Θεοτόκης, ὅτι «δέν ἦταν ἄξιος τοῦ ἀνδρός ὁ κόσμος»[8]. Ἡ ἐνέργεια βεβαίως, τῆς φυγῆς ἀπό τό ἐπισκοπικό ἀξίωμα μ’ αὐτόν τόν τρόπο, δέν ἐπικροτεῖται ἀπό τούς ἁγίους Πατέρες. Δέν ἐπαινεῖται ἐπειδή φανερώνει «ἰδιοπραγία», ἴδιον θέλημα καί ἔλλειψη καρτερίας. Ὅμως, σημειώνει ὁ ἱερομόναχος Νικηφόρος, ἡ συγκεκριμένη ἐνέργεια δέν εἶναι ἐπιλήψιμη καί ἄξια κατάκρισης, ἐξ αἰτίας τῆς ἀρετῆς καί τῆς τελειότητος τῶν ἀνδρῶν, πού τήν ἐπιχείρησαν. Διότι αὐτοί οἱ ἄνδρες εἶναι «ἀνεπίληπτοι κατά τά ἄλλα καί ἄμεμπτοι καί πνευματοφόροι»[9]. Ἰσχύει γιαυτούς τό Γραφικό: «ὁ δέ πνευματικός ἀνακρίνει μέν πάντα, αὐτός δέ ὑπ’ οὐδενός ἀνακρίνεται»[10].
Ἡ αἰτία τῆς ἀθρόας παραιτήσεως του ἀπό τό ἐπισκοπικό ἀξίωμα ἦταν ἡ ἑξῆς: Τήν ἡμέρα κατά τήν ὁποία ἐχειροτονήθηκε καί ἐνῶ ἐκάθητο στό Ἐπισκοπεῖο ἦλθαν δύο ἄνδρες οἱ ὁποῖοι ἀντιδικοῦσαν. Ὁ μέν ἕνας ἀπαιτοῦσε νά λάβει πίσω τό δάνειο, ὁ δέ ἀναγνώριζε ὅτι χρωστοῦσε, ἀλλά ζητοῦσε λίγη προθεσμία γιά νά συγκεντρώσει τά ὀφειλόμενα χρήματα. Ὁ δανειστής ἔλεγε ὅτι ἐάν δέν τοῦ λάβει ἄμεσα τά χρήματα ἀπό τόν χρεώστη θά τόν παραδώσει στό δικαστή. Ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ τότε λέγει στόν δανειστή: Ἐάν γιά χάρη τῆς εὐαγγελικῆς ἐντολῆς ὀφείλεις νά μή ζητᾶς πίσω οὔτε αὐτά πού σοῦ παίρνουν, πολύ περισσότερο ὀφείλεις νά μακροθυμήσεις μία ἡμέρα ἀπέναντι σ’ αὐτόν πού πρόκειται νά σοῦ ξεπληρώσει αὐτό πού χρωστάει. Τότε ἐκεῖνος ὁ σκληρός καί ἄγριος ἄνθρωπος ἀπάντησε: «Ἄφησε τα τώρα αὐτά γιά τό Εὐαγγέλιο. Τότε ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ εἶπε: «Ἐάν αὐτοί δέν ὑπακούουν στά εὐαγγελικά προστάγματα τοῦ Κυρίου, τότε τί ἦλθα νά κάνω ἐδῶ»; Βλέποντας δέ ὅτι ἀσχολούμενος μέ τά ἐπισκοπικά ζητήματα περιεσπᾶτο καί γέμιζε μέ θορύβους ἐσωτερικούς καί ἐξωτερικούς, παίρνει τήν ἀπόφαση νά ἀποχωρήσει ἄμεσα ἀπό τόν ἐπισκοπικό θρόνο. Τήν ἴδια ἡμέρα τῆς χειροτονίας του εἰς Ἐπίσκοπον ἐγκαταλείπει τήν Ἐπισκοπή καί ἐπιστρέφει στήν ἔρημο. Ξαναγυρνᾶ στήν ἀγαπημένη του ἡσυχία καί τόν ἀπράγμονα βίο, πού τόσο εἶχε συνηθίσει. Παραμένει στήν ἐρημική του σκήτη μέχρι τέλους τῆς ἐπίγειας ζωῆς του. Τό πόσο ἀγωνίστηκε, τό πόση χάρη δέχθηκε ἐξ αἰτίας τῆς ὑπομονῆς καί τῶν ἀγώνων του κατά τῶν παθῶν καί τῶν δαιμόνων καί τό σέ ποιό πνευματικό ὕψος ἔφθασε διαφαίνεται κάπως εὔκολα ὅταν κανείς ἐντρυφήσει στά θεόπνευστα συγγράμματά του. Δέν ὑπῆρξε Νεστοριανός. Ὅλα ὅσα γράφει δέν ἔχουν τίποτε Νεστοριανικό ἤ γενικότερα κακόδοξο. Λανθασμένα κάποια νεώτερα κακόδοξα κείμενα πού κυκλοφόρησαν ἀποδόθηκαν στόν Ἀββᾶ Ἰσαάκ[11]
Ὁ ἅγιος Ἰσαάκ πρίν διδάξει, εἶχε βιώσει αὐτά γιά τά ὁποῖα ὁμιλοῦσε. Αὐτό φαίνεται ἀπό τά ἴδια του τά λόγια. Λέγει γιά παράδειγμα στόν κγ΄ Λόγο του: «Ὅπως ἀκριβῶς ἐκεῖνος, πού δέν εἶδε μέ τά μάτια του τόν Ἥλιο, δέν μπορεῖ νά διηγηθεῖ σέ κάποιον γιά τό φῶς του μόνο ἀπό τήν ἀκοή, οὔτε βέβαια αἰσθάνεται αὐτοῦ τοῦ φωτός, ἔτσι καί αὐτός πού δέν γεύθηκε στήν ψυχή του τήν γλυκύτητα τῶν πνευματικῶν ἔργων». Λέγει πάλι στόν κστ΄ Λόγο του: «γιά πολύ καιρό βρισκόμενος σέ πειρασμό καί ἀπό δεξιά καί ἀπό ἀριστερά καί ἀφοῦ δοκίμασα τόν ἑαυτό μου σ’ αὐτούς τούς δύο τρόπους[12], πολλές φορές, καί ἀφοῦ δέχτηκα ἀπό τόν ἀντίθετο ἀναρίθμητες πληγές καί ἀξιώθηκα κρυφά μεγάλων ἀντιλήψεων (δηλ. βοηθειῶν), συγκέντρωσα (προσπόρισα) στόν ἑαυτό μου μακροχρόνια πεῖρα καί μέ τήν δοκιμασία (χάρις στήν ἀσκητική ταλαιπωρία) καθώς καί μέ τή Θεία Χάρη ἔμαθα αὐτά». Στήν συνέχεια ἀναφέρει ποιά εἶναι αὐτά πού ἔμαθε διά τῆς πείρας καί τῆς Θείας Χάρης.
Ἐπίσης στόν ιε΄ Λόγο του γράφει: «αὐτά τά ἔγραψα σάν ἀνάμνηση (ὑπενθύμιση) στόν ἑαυτό μου καί σέ κάθε ἕναν πού μελετᾶ αὐτό τό σύγγραμμα, καθώς τά κατάλαβα ἀπό τήν θεωρία τῶν γραφῶν (πνευματική μελέτη τῶν Ἁγίων Γραφῶν) καί τῶν ἀληθινῶν στομάτων (τῶν λόγων τῶν ἁγίων) καί λίγο ἀπό τήν δική μου ἐμπειρία».
Εἶναι φανερό ἀπό ὅλα αὐτά ὅτι ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ εἶναι διδάσκαλος πρακτικός καί διδάσκει αὐτά, τά ὁποῖα πρῶτα ἔχει ἐφαρμόσει στόν ἑαυτό του. Ἡ πλούσια Θεία Χάρη, ἡ ὁποία τόν ἐπεσκίασε, τόν ἔκανε νά μήν μπορεῖ νά τήν κρύψει. Ἡ γεμάτη δράση καί γλυκύτητα ἐνέργειά της διαφαίνεται ἄλλοτε ἀμυδρότερα καί ἄλλοτε ἐναργέστερα στά κείμενά του. Σέ κάποιο σημεῖο γράφει: «Πολλές φορές, ὅταν ἔγραφα αὐτά, παρέλυαν τά δάχτυλά μου πάνω στό χαρτί καί δέν μποροῦσα νά ἀντέξω τήν ἡδονή, πού ἔπεφτε μέσα στήν καρδιά μου καί ἔκανε τίς αἰσθήσεις νά σιωποῦν (νά ἡρεμοῦν, ἡσυχάζουν)».




Ὁ ἅγιος Ἰσαάκ παρ’ ὅλο, πού ζεῖ μακριά ἀπό τόν κόσμο καί τούς ἀνθρώπους, ἔχει μιά πολύ βαθειά ἐν Χριστῷ ἀγάπη γι’ αὐτούς. Γράφει: «Ἀγαπητοί, ἐπειδή ἔγινα ἀνόητος, δέν ἀντέχω νά ἀποσιωπήσω τό μυστήριο, ἀλλά γίνομαι ἄφρων[13] χάριν τῆς ὠφέλειας τῶν ἀδελφῶν. Διότι αὐτή εἶναι ἡ ἀληθινή ἀγάπη, αὐτή ἡ ὁποία δέν μπορεῖ νά ὑπομείνει (νά ἀντέξει) νά στερήσει ἕνα μυστήριο ἀπό αὐτούς, πού ἀγαπᾶ». Γι’ αὐτό συνεχῶς ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ δέν ἔπαυε ἀπό τήν ἔρημο νά προχέει τά νάματα τῆς ζωήρρυτης διδασκαλίας καί νά ποτίζει μέ αὐτά τίς ψυχές τῶν ἀδελφῶν του.
Σημειώνει ὁ Ἰωάννης Τάτσης:«Θὰ πρέπει νὰ ποῦμε ὅτι ὁ Ἀββᾶς Ἰσαὰκ ὁ Σύρος δὲν ἔχει ἀναγνωριστεῖ ἐπίσημα ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησίαὡς ἅγιος, δὲν περιλαμβάνεται στὸ Ἁγιολόγιο ἢ τὸν Συναξαριστὴ της καὶ γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ ἡ μνήμη του δὲν ἑορτάζεται στοὺς ναούς. Ἡσυνείδηση ὅμως ὅσων γνωρίζουν τὸν Ἀββᾶ μέσα ἀπὸ τὰ συγγράμματά του, καὶ ἰδιαίτερα τῶν μοναζόντων, τὸν κατατάσσει ἀνάμεσα στοὺςἁγίους καὶ τοὺς μεγάλους ὁσίους τῆς Ἐκκλησίας.
Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι στὸ Ἅγιον Ὄρος γίνεται ἀναφορὰ στή μνήμη του τὴν 28η Ἰανουαρίου, μαζὶ μὲ τή μνήμη τοῦ ὁσίου Ἐφραὶμ τοῦ Σύρου. Ὑπάρχουν μάλιστα καὶ δύο πλήρεις ἀκολουθίες, πού ὑμνοῦν τὴν ἁγία ζωὴ καὶ τοὺς ἀσκητικοὺς ἀγῶνες τοῦ Ἀββᾶ Ἰσαάκ.
Ἀπὸ αὐτὲς ἡ μία ἀναφέρεται ἐξ ὁλοκλήρου στὸν Ἀββᾶ Ἰσαὰκ καὶ εἶναι ποίημα τοῦ ἀειμνήστου γέροντος ὑμνογράφου Γερασίμου τοῦΜικραγιαννανίτου[14], ἐνῶ ἡ ἄλλη ἀναφέρεται καὶ στοὺς δύο ὁσίους, Ἰσαὰκ καὶ Ἐφραὶμ καὶ ἔχει ἐκδοθεῖ τὸ 1962 ἀπὸ τὸ τυπογραφεῖο τῆς «Ἁγιορειτικῆς Βιβλιοθήκης», τοῦ Σωτηρίου Ν. Σχοινᾶ στὸ Βόλο, μὲ τὸν τίτλο «Ἀκολουθία καὶ βίος τῶν ὁσίων θεοφόρων Πατέρων ἡμῶν Ἰσαὰκ καὶ Ἐφραὶμ τῶν Σύρων, ψαλλομένη τῇ ΚΗ΄ Ἰανουαρίου, ποιηθεῖσα παρὰ Νήφωνος μοναχοῦ Ἁγιορείτου». Στὶς πρῶτες σελίδες μάλιστα τῆς δεύτερης αὐτῆς ἀκολουθίας ὑπάρχει καὶ σχετικὴ εἰκόνα τοῦ ὁσίου, φιλοτεχνημένη ἀπὸ τὸ Φώτη Κόντογλου, μὲ τὸν ὑποτιτλο «Ὁ ἅγιος Ἰσαὰκ ὁ Σύρος ὁ θεόπνευστος»[15].
Γιατί ὅμως ἀκόμη δέν ἔχει καθιερωθεῖ ἐπίσημα ἡ μνήμη του;  
Διαβᾶστε περισσότερα 

Δευτέρα 25 Ιανουαρίου 2010

ΑΒΒΑΣ ΙΣΑΑΚ, Α΄ ΛΟΓΟΣ , ΠΕΡΙ ΑΠΟΤΑΓΗΣ ΚΑΙ ΜΟΝΑΧΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ


ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΑΤΕΡΑ ΜΑΣ


ΑΒΒΑ ΙΣΑΑΚ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ
ἀσκητοῦ καί ἀναχωρητοῦ,
πού ἒγινε ἐπίσκοπος τῆς φιλόχριστης πόλης
Νινευῒ

ΑΣΚΗΤΙΚΟΙ ΛΟΓΟΙ
Αὐτοί οἱ λόγοι ἑρμηνεύτηκαν ἀπό τούς ὁσίους Πατέρες μας ΑΒΒΑ ΠΑΤΡΙΚΙΟ καί ΑΒΒΑ ΑΒΡΑΜΙΟ τούς φιλόσοφους καί ἡσυχαστές πού ἡσύχασαν στή Λαύρα τοῦ ἁγίου πατέρα μας ΣΑΒΒΑ.

ΛΟΓΟΣ Α΄
ΠΕΡΙ
ΑΠΟΤΑΓΗΣ ΚΑΙ ΜΟΝΑΧΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ

1. Ἡ ἀρχή τῆς ἀρετῆς εἶναι ὁ φόβος του Θεού. Λέγεται ὃτι γεννιέται ἀπό τήν πίστη. Σπέρνεται στήν καρδιά ὃταν ἀποχωριστεῖ ἡ διάνοια τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν περισπασμό καί τίς μέριμνες τοῦ κόσμου. Ἒτσι θά μπορέσει ὁ ἂνθρωπος νά συγκεντρώσει τίς σκέψεις του ἀπό τήν περιπλάνηση ἐδῶ κι ἐκεῖ στή μελέτη τῆς μέλλουσας ἀποκατάστασης.

2. Τό πιό καλό θεμέλιο τῆς ἀρετής δέν εἶναι ἂλλο παρά: α) Τό νά συγκρατήσει κανείς τόν ἑαυτό του (αὐτοκυριαρχία) μέσω τῆς φυγῆς ἀπό τόν κοσμικό περισπασμό καί β) Τό νά παραμείνει μέ ὑπακοή στό νόμο τοῦ φωτός, σ’εκεῖνα τά μονοπάτια τά εὐθέα καί ἃγια τοῦ Θείου νόμου. Αὐτοῦ τοῦ νόμου τόν ὁποίο μέ τήν φώτιση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὁ Ψαλμωδός ὀνόμασε λύχνο .

3. Μόλις, καί μέ μεγάλη δυσκολία, βρίσκεται ἓνας ἂνθρωπος πού μπορεῖ νά βαστάξει (χωρίς ψυχική ζημία) τήν τιμήν . Ἲσως μάλιστα καί νά μήν ὑπάρχει τέτοιος ἂνθρωπος, οὒτε ἀκόμη καί ἀνάμεσα σ’ ἐκείνους πού ἒγιναν ἰσάγγελοι ὡς πρός τόν τρόπον τῆς ζωῆς τους. (Αὑτό συμβαίνει γιατί ὁ καθένας πολύ εὒκολα καί γρήγορα ἀποδέχεται αὐτήν τήν [κακή] ἀλλοίωση πού τοῦ προξενεῖ ἡ τιμή).

4. Ἡ ἀρχή τοῦ δρόμου τῆς ζωῆς εἶναι νά μελετᾶ συνεχῶς ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου τά λόγια τοῦ Θεοῦ καί νά ζεῖ (ὁ ἂνθρωπος) μέ φτώχεια. Διότι ὃταν ὁ ἂνθρωπος ποτίζει (τρέφει) τόν ἑαυτό του μέ τό ἓνα (δηλ. μέ τά Θεῖα Λόγια) αὐτό βοηθάει στήν τελειότητα τοῦ ἂλλου (στό νά ζεῖ μέ πτωχεία). Δηλαδή τό νά ποτίζεις τήν ψυχή σου μέ τήν μελέτη τῶν λόγων τοῦ Θεοῦ σέ βοηθᾶ στό νά ἐπιτύχεις τήν φτώχεια. Ἐνῶ ἐλευθερώνοντας τόν ἑαυτό σου ἀπό τίς κτήσεις βρίσκεις, χωρίς ψυχική ζημία, διαθέσιμο χρόνο γιά νά πετύχεις τήν ἀδιάκοπη μελέτη τῶν λόγων τοῦ Θεοῦ. Ἡ βοήθεια καί ἀπό τά δύο γρήγορα ἀνεγείρει ὃλο τό οἰκοδόμημα τῶν ἀρετῶν (κάνει τόν ἄνθρωπο ἐνάρετο).

5. Κανένας δέν μπορεί νά πλησιάσει τό Θεό παρά ἐκεῖνος ὁ ἂνθρωπος πού ἀποχωρίστηκε ἀπό τόν κόσμο. Ὁνομάζω ἀποχωρισμό ὂχι τήν ἀναχώρηση τήν σωματική ἀλλά τήν ἀποξένωση ἀπό τίς κοσμικές ὑποθέσεις.

6. Αὐτή εἶναι ἡ ἀρετή. Τό νά μήν ἀσχολεῖται ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν κόσμο. Ἡ καρδιά δέν μπορεῖ νά γαληνέψει καί νά εἶναι χωρίς φαντασίες ὃσο χρόνο οἱ αισθήσεις εἶναι ἐνεργές. Ἒξω ἀπό τήν ἒρημο «καί τόν ἂγριο τόπο», τά σωματικά πάθη δέν κοπάζουν οὒτε οἱ κακές σκέψεις σταματοῦν.

7. Μέχρις ὃτου ἡ ψυχή μεθύσει μέ τήν πίστη στό Θεό, λαμβάνοντας μιά αἲσθηση τῆς δύναμης τῆς πίστης, δέν μπορεῖ νά θεραπεύσει τήν ἀσθένεια τῶν αἰσθήσεων. Οὒτε μπορεί δυναμικά νά καταπατήσει τήν ὁρατή ὓλη, πού εἶναι τό ἐμπόδιο γιά τά ἐσωτερικά καί μή ἀντιληπτά ἀπό τίς αἰσθήσεις πράγματα.

8. Ἡ λογική δύναμη εἶναι ἡ αἰτία τῆς ἐλευθερίας . Καρπός καί τῶν δύο εἶναι ἡ παρεκτροπή (δηλ. πρέπει νά συνεργαστεῖ ἡ λογική καί ἡ ἀνθρώπινη ἐλευθερία γιά νά ἁμαρτησει ὁ ἄνθρωπος). Χωρίς τήν πρώτη(λογική) δέν ὑπάρχει ἡ δεύτερη (ἐλευθερία) .Ὃπου ὃμως ἡ δεύτερη (ἐλευθερία) λείπει, ἐκεῖ ἡ τρίτη (παρεκτροπη) εἶναι κρατημένη σάν μέ χαλινάρι .

9. Ὃταν ἡ Χάρη εἶναι ἂφθονη στόν ἂνθρωπο, αὐτός εὒκολα περιφρονεῖ τόν φόβο τοῦ θανάτου ἐξ’ αἰτίας τοῦ πόθου του γιά τήν δικαιοσύνη (τήν σύνολη ἀρετή). Αὐτός βρίσκει πολλούς λόγους γιά τήν ἀναγκαιότητα, τοῦ νά ὑποφέρει κανείς δοκιμασίες χάριν τοῦ φόβου τοῦ Θεοῦ. Ὃλα τά πράγματα πού θεωροῦνται βλαπτικά γιά τό σῶμα καί τά ὁποῖα ξαφνικά ἐπιτίθενται στη φύση του και ἀκολούθως τό κάνουν νά ὑποφέρει, στά μάτια του φαίνονται σάν τίποτε, σέ σύγκριση μέ αὐτά πού ἐλπίζονται (ἀπό τούς χριστιανούς) στήν μέλλουσα ζωή. Εἶναι ἀδύνατο νά γνωρίσουμε τήν ἀλήθεια ἂν δέν παραχωρηθεῖ νά ἒλθουν ἐπάνω μας οἱ πειρασμοί. Ἡ διάνοια τοῦ ἀνθρώπου τόν πληροφορεῖμέ ἀκρίβεια γι’αὐτό. Ἀκόμα περισσότερο (τόν πληροφορεί) γιά τό γεγονός ὃτι ὁ Θεός λαμβάνει πολύ μεγάλη πρόνοια γιά τούς ἀνθρώπους καί ὃτι δέν ὑπάρχει καμμία ἀνθρώπινη ὓπαρξη, πού νά μήν εἶναι κάτω ἀπό τήν Πρόνοιά Του. Αὐτό εἰδικά τό βλέπει νά (κατα)δεικνύεται τόσο καθαρά, σάν μέ δάκτυλο, στήν περίπτωση ἐκείνων πού βγῆκαν σέ ἀναζήτησή Του καί ὑπόμειναν θλίψεις γιά χάρη Του.

Ὃταν ὂμως ἡ Θεία Χάρη ἐλαττωθεῖ πολύ στόν ἂνθρωπο τότε ὃλα τά ἀντίθετα, ἀπό ὃσα εἲπαμε προηγουμένως, εἶναι κοντά (σ’ἓναν τέτοιο ἂνθρωπο). Γι’ αὐτόν ἡ γνώση εἶναι σπουδαιότερη ἀπό τήν πίστη, ἐφόσον βασίζεται στήν ἐξέταση μέ τή λογική (βασίζεται στή λογική του). Ἡ πεποίθηση στό Θεό δέν εἶναι παροῦσα σέ κάθε ἒργο του καί ἡ Θεία Πρόνοια γιά τόν ἂνθρωπο κατανοεῖται διαφορετικά. Ἓνας τέτοιος ἂνθρωπος συνέχεια ἐνεδρεύεται σ΄ αὐτά τά πράγματα ἀπό ἐκείνους πού «σέ μιά ἀσέληνη νύχτα ἐνεδρεύουν γιά νά κατατοξεύσουν μέ τά βέλη τους τόν ἂνθρωπο» .

10. Ἡ ἀρχή τῆς ἀληθινῆς ζωῆς τοῦ ἀνθώπου εἶναι ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ. Ἀλλ’ ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ δέν συγκατατίθεται νά κατοικήσει σέ μιά ψυχή πού περισπᾶται σέ ἐξωτερικά πράγματα.

11. Ὑπηρετώντας τίς αἰσθήσεις, ἡ καρδιά ἀπομακρύνεται ἀπό τήν ἡδονή τοῦ Θεοῦ. Διότι, λένε, οἱ ἐσωτερικές μας σκέψεις εἶναι δεμένες μέ τά αἰσθητήρια ὀργανα πού τίς ὑπηρετοῦν.

12. Ὁ δισταγμός τῆς καρδιᾶς εἰσάγει δειλία στήν ψυχή. Ἡ πίστη, ὃμως, ἀκόμα καί ὃταν τά μέλη τοῦ σώματος κατακόπτονται, μπορεῖ νά δυναμώσει (ὥστε νά ὁδηγήσει στήν νίκη) τήν βούληση τοῦ ἀνθρώπου . Ὃσο ἡ ἀγάπη γιά τή σάρκα κυριαρχεῖ μέσα σου, ποτέ δέν μπορεῖς νά γίνεις γενναῖος καί ἀτρόμητος, ἐξ’ αἰτίας τῶν πολλῶν ἀντίθετων πραγμάτων τά ὁποῖα παραμένουν κοντά (καί ἀντιτίθενται) σ' Αὐτόν πού ἀγαπᾶς.

13. Ὁ ἂνθρωπος πού λαχταράει τήν τιμή δέν μπορεῖ νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό τίς αἰτίες τῆς λύπης.

14. Δέν ὑπάρχει ἂνθρωπος, πού νά μήν ἀλλοιώνεται στήν διάνοιά του ὡς πρός τό πρᾶγμα πού βρίσκεται μπροστά του, ὃταν ἀλλάζουν οἱ (ἐξωτερικές) συνθῆκες.

15. Ἐάν ἡ ἐπιθυμία, ὃπως λένε , εἶναι τό βλάστημα τῶν αἰσθήσεων, τότε ἂς σωπάσουν αὐτοί πού διδάσκουν ὃτι μποροῦν νά φυλάξουν τήν διάνοιά τους εἰρηνική μέσα στούς περισπασμούς .

16. Δέν εἶναι σώφρων ἐκεῖνος, πού λέγει ὃτι σταματοῦν μέσα του οἱ αἰσχροί λογισμοί , πάνω στήν πίεση καί τήν κρίση τῆς μάχης καί τοῦ ἀγώνα, ἀλλά ἐκεῖνος, μᾶλλον, πού μέ τήν ἀκεραιότητα τῆς καρδιᾶς του κάνει τήν θεωρία (ἐσωτερική ὅραση) τῆς διανοίας του τόσο ἁγνή, ὣστε νά μήν μπορεῖ νά ἀτενίσει μέ ἀναίδεια στούς αἰσχρούς λογισμούς. Καί ὃταν τό κοίταγμα τῶν ματιῶν του εἶναι συγκρατημένο, δίνοντας ἒτσι μαρτυρία γιά τήν ἁγιότητα τῆς συνείδησης, τότε ἡ ντροπή εἶναι σάν ἓνα πέπλο, πού κρέμεται μπροστά ἀπό τόν κρυφό χῶρο τῶν λογισμών του και ἡ ἁγνότητά του εἶναι σάν μία σώφρων παρθένος, πού φυλάγεται πιστά γιά τόν Χριστό.

17. Τίποτε δέν εἶναι τόσο ἱκανό γιά νά ἐξορίσει τίς προλήψεις (μνῆμες τῆς πρό Χριστοῦ ζωῆς) τῆς ἀκολασίας ἀπό τήν ψυχή καί νά διώξει μακριά ἐκείνες τίς ἐνεργές μνῆμες πού ἐξεγείρονται στήν σάρκα μας καί παράγουν μιά ταραχώδη φλόγα, ὃσο τό νά βυθιστεῖ κανείς μέσα στή διάπυρη ἀγάπη γιά ἐκπαίδευση (μαθητεία, διδασκαλία, καθοδήγηση) καί τό νά ἐρευνᾶ προσεκτικά μέσα στό βάθος τῶν νοημάτων τῶν Θείων Γραφῶν.

18. Ὃταν οἱ λογισμοί ἑνός ἀνθρώπου καταβυθιστοῦν μέσα στην ἡδονή τῆς καταδίωξης τῆς σοφίας, πού εἶναι ἀποθησαυρισμένη στούς λόγους τῶν Γραφῶν, μέ τήν βοήθεια τῆς (νοητικῆς) ἱκανότητας ἡ ὁποία (δια)φωτίζεται ἀπό Αὐτές (δηλ. τίς Γραφές), τότε αὐτός ὁ ἂνθρωπος ἀφήνει πίσω του τόν κόσμο καί λησμονεῖ κάθε τί σ’αὐτόν. Ἐξαλείφει ἀπό τήν ψυχή του ὃλες τίς μνῆμες πού διαμορφώνουν εἰκόνες (σωματικές-ὑλικές) σωματοποίησης τοῦ κόσμου· συχνά οὒτε κἂν θυμᾶται νά ἀσχοληθεῖ μέ τούς συνηθισμένους λογισμούς πού ἐπισκέπτονται (ἔρχονται) τήν ἀνθρώπινη φύση (λόγῳ τῆς ἀνθρώπινης ὑλικῆς μας φύσης). Ἡ ψυχή του παραμένει σέ ἒκσταση λόγω ἐκεῖνων τῶν νέων ἀπροσδόκητων συναντήσεων (ἀπαντήσεων- καθοδηγητικῶν συμβουλῶν) πού ἀναδύονται ἀπό τήν θάλασσα τῶν μυστηρίων τῶν Γραφῶν.

19. Καί πάλιν, ἐάν ἡ διάνοια κολυμβᾶ στήν ἐπιφάνεια τῆς θάλασσας τῶν Θείων Γραφῶν καί οἱ νοήσεις της δέν μποροῦν νά ἐμβαθύνουν στά μεγάλα βάθη, ἒτσι ὣστε να συλλάβουν ὃλους τούς θησαυρούς (πού ὑπάρχουν) στό βυθό της, ὃμως ἀκόμη καί μόνη της αὐτή ἡ πράξη μέ τήν δύναμη τῆς διάπυρης φλόγας της, ἐπαρκεῖ γιά τήν διάνοια ἀπόλυτα ὣστε νά δέσει σφιχτά ὃλους τούς λογισμούς της μέ ἓναν λογισμό θαυμασμοῦ καί νά ἐμποδίσει αὐτούς να σπεύσουν (νά ἀσχοληθοῦν μέ τήν ὑλική ὑπόσταση τοῦ ἀνθρώπου) στή φύση τοῦ σώματος, καθώς εἶπε κάποιος ἀπό τούς θεοφόρους Πατέρες. Καί αὐτό γίνεται  γιατί ἡ καρδιά εἶναι χαύνη καί δέν μπορεῖ νά βαστάσει τίς κακίες πού συναντᾶ στούς ἐσωτερικούς καί ἐξωτερικούς πολέμους. Γνωρίζετε ὃτι ἓνας κακός (σωματικός) λογισμός εἶναι καταπιεστικός. Ἐάν ἡ καρδιά δέν ἀπασχοληθεῖ πλήρως μέ τήν μελέτη δέν μπορεῖ νά ὑπομείνει τήν ταραχή τῆς ἐπίθεσης τοῦ σώματος.

20. Ὃπως τό βάρος τῶν σταθμῶν ἐμποδίζει τήν γρήγορη ταλάντωση μιᾶς ζυγαριᾶς σέ μιά ριπή τοῦ ἀνέμου, ἒτσι καί ἡ ἐντροπή καί ὁ φόβος ἐμποδίζουν τήν ἐκτροπή τῆς διάνοιας. Καί ὃσο λείπει ὁ φόβος καί ἡ ἐντροπή τόσο ὁ νοῦς ρεμβάζει καί κατ’ἀναλογία τῆς ἀπομάκρυνσης τοῦ φόβου ταράσσεται ὁ ζυγός τῆς διανοίας καί ταλαντώνεται. Λοιπόν ὃπως ἀκριβῶς οἱ πλάστιγγες τοὺ ζυγοῦ, ἐάν βαρύνουν ἀπό ἓνα πολύ βαρύ σταθμίο δέν σαλεύονται εὒκολα, ὃταν ὁ ἂνεμος πνέει, ἐτσι καί ἡ διάνοια ὃταν βαρύνει μέ τόν φόβο τοῦ Θεοῦ καί τήν ἐντροπή, δέν ἀνατρέπεται εὒκολα ἀπό ἐκεῖνα τά πράγματα, τά ὁποῖα τήν μετακινοῦν· ἐπίσης ὃσο λείπει ὁ φόβος ἀπό τήν διάνοια, τόσο αὐτή κυριεύεται ἀπό τήν τροπή καί τήν ἀλλοίωση.

21. Γίνου σοφός λοιπόν καί βάλε σάν θεμέλιο στό ταξίδι σου τόν φόβο τοῦ Θεοῦ. Σέ λίγες μέρες θά σέ ὁδηγήσει μπροστά στήν πύλη τῆς Βασιλείας χωρίς κύκλους (γυρίσματα περιττά) στό δρόμο.

22. [Μήν περιεργάζεσαι μέ ὑπερβολή, ὃπως οἱ μαθητές, τίς λέξεις (τά λόγια, τίς διδασκαλίες) τῶν δασκάλων, πού γράφτηκαν ἀπό τήν ἐμπειρία (τους), γιά τήν ἀνόρθωση τοῦ τρόπου τῆς ζωῆς σου καί τά ὁποῖα σέ βοηθοῦν μέ τίς ὑψηλές διεισδύσεις τους νά ὑψωθεῖς (πνευματικά)]

23. Νά διακρίνεις (ἐξιχνιάζεις) τό νόημα ὃλων τῶν παραγράφων πού συναντᾶς στα ἱερά κείμενα, ἒτσι ὣστε νά βυθίζεσαι βαθειά μέσα σ’αὐτό καί νά κατανοεῖς τίς βαθειές ἰδέες πού ὑπάρχουν στά γραπτά κείμενα τῶν φωτισμένων ἀνδρῶν .

24. ‘Εκεῖνοι πού ἐξ αἰτίας τοῦ τρόπου τῆς ζωῆς τους ὁδηγοῦνται ἀπό τή Θεία Χάρη στό φωτισμό, πάντοτε αἰσθάνονται κάτι σάν νοητή ἀκτίνα νά τρέχει ἀνάμεσα στούς γραμμένους στίχους. Αὐτή (ἡ ἀκτίνα τῆς Θείας Χάρης) δίνει τή δυνατότητα στήν διάνοια νά ξεχωρίζει τίς λέξεις, πού λέγοναι ἁπλᾶ ἀπό ἐκεῖνες πού ἒχουν μεγάλη σημασία γιά τόν φωτισμό τῆς ψυχῆς.

25. Ὃταν κάποιος διαβάζει τούς στίχους πού περικλείουν σπουδαῖες ἒννοιες,  ὡς κάτι κοινό τότε κάνει καί τήν καρδιά του κοινή καί ἂδεια ἀπό αὐτήν τήν ἁγία δύναμη πού δίνει στήν καρδιά ἐκείνη τήν γλυκύτατη γεύση ἡ ὁποία προέρχεται ἀπό τήν κατανόηση (τῶν Γραφῶν), καί ἡ ὁποία προκαλεῖ θαυμασμό στήν ψυχή.

26. Κάθε τί ἐπιθυμεῖ νά τρέχει πρός τό ὃμοιό του. Καί ἡ ψυχή ἐκείνη πού ἔχει ἐνεργό τό Ἅγιο Πνεῦμα, ὃταν ἀκούσει μία φράση, ἡ ὁποία ἒχει κρυμμένη μέσα της πνευματική δύναμη, μέ θέρμη ἀνασύρει  τό βαθύτερο περιεχόμενο τῆς φράσης καί τό κάνει δικό της.

27. Δέν ξυπνάει πνευματικά, τόν κάθε ἄνθρωπο, ἕνας πνευματικός λόγος πού ἔχει κρυμμένη μέσα του μεγάλη πνευματική δύναμη, ἔτσι ὥστε νά τόν ὁδηγήσει στόν θαυμασμό. Ὁ λόγος περί ἀρετῆς χρειάζεται μιά καρδιά πού δέν εἶναι ἀπασχολημένη μέ τή γῆ καί τήν ἐνασχόληση μαζί της. [Δηλ. καί ὁ πιό σοφός καί πνευματικός λόγος δέν βρίσκει ἀνταπόκριση σ' ἕναν ἄνθρωπο ὁ ὁποῖος εἶναι κολλημένος στήν γῆ καί τίς ἀπολαύσεις της].

28. Τά πράγματα τῆς ἀρετῆς, τόν ἄνθρωπο ἐκεῖνο, τοῦ ὁποίου ἡ διάνοια μοχθεῖ φροντίζοντας γιά πρόσκαιρα πράγματα, δέν τόν ξυπνοῦν, ἔτσι ὥστε γεμάτος λαχτάρα νά τά ποθήσει καί νά τά ἀναζητήσει.

29. Ἡ ἀπελευθέρωση ἀπό τά ὑλικά πράγματα προηγεῖται τῆς σύνδεσης μέ τόν Θεό. Πολλές φορές ὃμως, κατ’ οἰκονομία τῆς Χάρης, σέ μερικούς, τό τελευταῖο προηγεῖται τοῦ πρώτου, ἒτσι ὣστε ἡ ἀγάπη γιά τό Θεό νά καλύψει (ὑπερνικήσει) τήν ἀγάπη γιά τά ὑλικά πράγματα.[Δηλ. καλλιεργώντας τόν Θεῖο Ἔρωτα ξεπερνᾶμε τήν ἀγάπη πρός τά κτίσματα]. Ἡ τάξη πού συνηθίζει νά ἀκολουθεῖ ἡ (Θεία) Οἰκονομία εἶναι διαφορετική ἀπό τήν τάξη τῆς ἀνθρώπινης κοινότητας. Ἐσύ πάντως φύλαξε τήν συνηθισμένη τάξη. Ἐάν ἒρθει μέσα σου ἡ Θεία Χάρη πρώτη, αὐτό εἶναι δική Της ὑπόθεση (δικό Της δῶρο). Ἐάν ὂχι, ἀνέβα στόν πνευματικό πύργο ἀπό τό συνηθισμένο σέ ὃλους τούς ἀνθρώπους μονοπάτι, τό ὁποῖο βάδισαν ὁ ἓνας μετά τόν ἂλλο.

30. Κάθε τί πού ἐνεργεῖται (ὅταν ὁ ἄνθρωπος βρίσκεται) στή Θεία Θεωρία καί ἐκπληρώνεται ἐξ αἰτίας μιᾶς ἀντίστοιχης ἐντολῆς (πού ὑπάρχει) γι' αὐτό, εἶναι ἐξ’ ὁλοκλήρου ἀόρατο ἀπό τά σωματικά μάτια. Κάθε τί πού γίνεται στήν πράξη (ἐνεργεῖται ἐξωτερικά-ἔμπρακτα) εἶναι σύνθετο. Διότι ἡ μία ἐντολή πού (δέν) εἶναι (ἄλλη παρά) ἡ πράξη, ἀπαιτεῖ καί τά δύο· καί τήν θεωρία καί τήν πράξη, διότι εἴμαστε καί σωματικοί (ἔχουμε τό ὑλικό σῶμα) καί ἀσώματοι (ἔχουμε τήν ἀσώματη ψυχή). Ἡ σύνθεση λοιπόν αὐτῶν τῶν δύο (τῆς πράξης καί τῆς θεωρίας), αὐτό εἶναι τό πλῆρες. [Δηλ. μία ἀρετή γιά νά εἶναι πλήρης καί τελεία, θά πρέπει νά γίνει σωστά τόσο μέ τήν ψυχή ὅσο καί μέ τό σῶμα μας. Κάθε ἐξωτερική ἐνέργεια ὁφείλεται σέ κάποια ἐσωτερική ἐνέργεια. Θά πρέπει καί ἡ ἐσωτερική ἐργασία (θεωρία) ἀλλά καί ἡ ἐξωτερική ἐργασία (πράξη) νά εἶναι ὀρθή, σύμφωνη μέ τό Θεῖο Θέλημα].
{Γι’αὐτόν ἀκριβῶς τόν λόγο ὁ φωτισμένος (ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα) νοῦς κατανοεῖ (τήν κάθε ἐντολή) ὃπως παλαιότερα (τήν) διατύπωσε ὁ μακάριος Μωῢσῆς, δηλαδή αὐτό πού εἶναι (φαινομενικά) ἁπλό (ἡ ἐξωτερική πράξη),  στήν πραγματικότητα εἶναι διπλό (διότι κάθε ἐξωτερική πράξη πηγάζει ἀπό μία ἐσωτερική πράξη-θεωρία)}.
Σημείωση δική μας: Ἡ παραπάνω παράγραφος πού περικλείεται μεταξύ τῶν ἀγκυλῶν {...} ὑπάρχει μόνο στό συριακό χειρόγραφο.

31. Τά ἒργα (ἐνν. τῆς μετανοίας) πού ἒχουν σάν στόχο τήν ἐπίτευξη τῆς καθαρότητας (ἁγιότητας), δέν ἀπαλάσσουν τήν μνήμη ἀπό τήν αἴσθηση παλαιότερων παραπτωμάτων, ἀλλά ἀπομακρύνουν τήν λύπη πού φέρνει ἡ ἀνάμνησή τους στήν διάνοιά μας. Ἀπό δῶ καί στό ἑξῆς ὃταν ἡ μνήμη αὐτή (τῶν παλαιοτέρων ἁμαρτημάτων) διαπερνᾶ τήν διάνοιἀ μας (κατά παραχώρηση Θεοῦ), τό κάνει γιά τήν ὠφέλειά μας.

32. Ἡ ἀκόρεστη ἐπιθυμία τῆς ψυχῆς γιά τήν ἀπόκτηση τῆς ἀρετῆς ἁρπάζει ὡς δικό της τό μερίδιο τῆς ἐπιθυμίας γιά τά ὁρατά πράγματα σάν νά εἶναι δικό της ἄν καί ἀνήκει στό ὁμόζυγο της στό σῶμα.

33. Τό μέτρο κοσμεῖ (ὀμορφαίνει) ὃλα τά πράγματα. Χωρίς μέτρο ἀκόμη καί τά πράγματα πού θεωροῦνται καλά γίνονται βλαπτικά.

34. Θέλεις νά ἐπικοινωνήσεις μέ τόν Θεό στό νοῦ σου λαμβάνοντας μιά αἲσθηση ἐκείνης τῆ ἡδονῆς ἡ ὁποία δέν εἶναι ὑποδουλωμένη στίς αἰσθήσεις; Ἑπιδίωξε τήν ἐλεημοσύνη. Ὅταν κάτι, πού ταιριάζει ἀπόλυτα στόν Θεό, βρεθεῖ σε σένα, τότε ἐκείνη ἡ Ἁγία Ὡραιότητα μέ τήν Ὁποία ἔγινες ὅμοιος, ἀπεικονίζεται σέ σένα. Διότι ἡ περιεκτική ἀρετή τῆς ἐλεημοσύνης [ἡ ἐλεημοσύνη πού ἀγκαλιάζει τά πάντα] ἀμέσως φέρνει τήν ψυχή σέ ἐπικοινωνία μέ τήν ἑνιαία δόξα τῆς θεϊκῆς λαμπρότητας.

35. Ἡ πνευματική ἓνωση εἶναι μιά συνεχής καί ἀσφράγιστη μνήμη ἡ ὁποία ἀδιάκοπα καίει στήν καρδιά μέ θερμό πόθο. Ἡ καρδιά λαμβάνει τήν ἱκανότητα γι’αυτό τόν δεσμό, ὂχι μεταφορικά οὒτε κατά φυσικό τρόπο ἀπό τήν ὑπομονή στίς ἐντολές. Διότι ἐκεῖ (δηλ. στήν τήρηση τῶν ἐντολῶν) βρίσκει ὑλικό γιά τήν θεία θεωρία τῆς ψυχῆς ἒτσι ὢστε νά συγκρατηθεῖ σ’αὐτήν (τήν ἓνωση) ὑποστατικά. Γι’ αὐτό τό λόγο ἡ καρδιά ἒρχεται σέ κατάπληξη (καί θαυμασμό) καθώς οἱ ὀφθαλμοί τῶν διπλῶν αἰσθήσεων κλείνουν, ἐκεῖνοι (οἱ ὀφθαλμοί) τῆς σάρκας και ἐκεῖνοι τῆς ψυχῆς.

36. Δέν ὑπάρχει ἂλλος δρόμος πρός τήν πνευματική ἀγάπη, ἡ ὁποία διαμορφώνει τήν ἀόρατη εἰκόνα τοῦ Θεοῦ μέσα μας, παρά πρῶτα νά ἀρχίσει ὁ ἂνθρωπος νά δείχνει συμπάθεια ἀνάλογη μέ τήν τελειότητα τοῦ (Θεοῦ) Πατέρα , ὃπως εἶπε ὁ Κύριός μας. Διότι ἒδωσε ἐντολή, ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι Τόν ὑπακούουν νά βάλουν αὐτό σάν τό θεμέλιό τους .

37. Ἂλλο πρᾶγμα εἶναι ὁ λόγος πού πηγάζει ἀπό τήν πράξη (τήν ἐμπειρία ἀπό τήν ἐξάσκηση τῶν πρακτικῶν – σωματικῶν ἀρετῶν τῆς ὑπακοῆς, τῆς νηστείας, τῆς ἀγρυπνείας, τῆς χαμαικοιτίας κ.λ.π.) καί ἂλλο πρᾶγμα ὁ καλός (ὡραῖος) λόγος. Ἀκόμα καί χωρίς ἐμπειρία, ἡ σοφία εἶναι έξυπνη ὣστε νά ὀμορφαίνει τούς λόγους της λέγοντας τήν ἀλήθεια χωρίς ὃμως νά τήν γνωρίζει πραγματικά καί κάνοντας διακηρύξεις περί ἀρετῆς ἐνῶ ὁ ἂνθρωπος αὐτός ποτέ δέν δοκιμάζει νά τήν ἐφαρμόσει στά ἒργα του. Ὁ λόγος πού πηγάζει ἀπό τήν ὀρθή πράξη εἶναι ἓνα θησαυροφυλάκιο ἐλπίδας, ἀλλά ἡ σοφία πού δέν βασίζεται στήν ὀρθή πράξη εἶναι μιά ἐναπόθεση ντροπῆς. Ὃπως ἀκριβῶς ἓνας καλλιτέχνης ζωγραφίζει τό νερό στούς τοίχους καί δέν μπορεῖ νά ἀνακουφίσει τή δίψα του μ’αυτό, ἢ ὃπως κάποιος πού ὀνειρεύεται ὂμορφα ὂνειρα ἒτσι εἶναι καί ὁ λόγος πού δέν βασίζεται στήν ὀρθή πράξη.

38. Ὁ ἂνθρωπος πού μιλάει ἀπό τήν ἐμπειρία τοὺ ἒργου του μεταδίδει ἀρετή στόν ἀκροατή του ὃπως κάποιος πού διανέμει ἀπό τά χρήματα πού κέρδισε στό ἐμπόριό του. Σάν νά εἶναι ἀπό τήν περιουσία του, σπέρνει τήν διδασκαλία του, στά αὐτιά ἐκείνων πού τόν ἀκοῦνε. Ἓνας τέτοιος ἂνθρωπος ἀνοίγει μέ παρρησία τό στόμα του στά πνευματικά του παιδιά ὃπως καί ὁ γέροντας Ἰακώβ εἶπε στόν σώφρωνα Ἰωσήφ : «Νά σοῦ ἒδωσα ἓνα μερίδιο περισσότερο ἀπό τά ἀδέλφια σου πού τό πῆρα ἀπό τούς Ἀμορραίους μέ τό σπαθί μου καί τό τόξο μου»

39. Ἡ πρόσκαιρη αὐτή ζωή εἶναι περιπόθητη σέ κάθε ἂνθρωπο πού ἒχει τρόπο ζωῆς μολυσμένο. Ὃμοια ἀλλά κατά δεύτερο λόγο καί σ’αὐτόν πού εἶναι στερημένος ἀπό τήν γνώση (ἀνόητος) . Καλά εἶπε κάποιος «Ὁ φόβος τοῦ θανάτου θλίβει τόν ἂνθρωπο μέ τήν ἒνοχη συνείδηση.» Ὁ ἂνθρωπος ὃμως πού ἒχει καλή ἐσωτερική μαρτυρία γιά τόν ἑαυτό του ποθεί τόν θάνατο σάν ζωή.

40. Μή θεωρεῖες ἀληθινά σοφό ἐκεῖνον πού ἐξ’ αίτίας τῆς προσωρινῆς ζωῆς ὑποδουλώνει τήν διάνοιά του στή δειλία καί τόν φόβο.

41. Ὃλα τά καλά καί τά κακά πράγματα πού συμβαίνουν στήν σάρκα νά τά λογαριάζεις σάν ὂνειρα. Διότι ὂχι μόνο μέ τό θάνατο θά ἐλευθερωθεῖς ἀπό αὐτά, ἀλλά συχνά πρίν ἀπό τόν θάνατο ἀποχωροῦν καί σέ ἐγκαταλείπουν.

42. Ἀλλ’ ἐάν μερικά ἀπό τά πράγματα πού σοῦ συμβαίνουν ἒχουν σχέση μέ τήν ψυχή σου, τότε νά τά θεωρεῖς σάν τά ἀποκτήματά σου σ’αὐτόν τόν αἰῶνα. Αὐτά ἐπίσης θά ἒλθουν μαζί σου στόν μέλλοντα αἰῶνα. Ἐάν εἶναι καλά, ἒχε εὐφροσύνη καί εὐχαρίστησε τόν Θεό μέσα στή διάνοιά σου. Ἀλλ’ ἐάν εἶναι κακά λυπήσου και στέναξε. Ὃσο ἀκόμα εἶσαι μέσα στό σῶμα προσπάθησε νά ἐλευθερωθείς ἀπό αυτά.

43. Γιά κάθε καλό πού ἐργάστηκες μέσα σου διανοητικά καί μυστικά νά εἶσαι βέβαιος ὃτι τό βάπτισμα καί ἡ πίστη εἶναι οἱ μεσῖτες μέσω τῶν ὁποίων τό ἐλαβες. Διά μέσου αὐτῶν κλήθηκες ἀπό τόν Κύριό Μας Ἰησοῦ Χριστό στά καλά Του ἒργα. Σ’ Αὐτόν καί στόν Πατέρα καί στό Ἃγιο Πνεῦμα ἀνήκει ἡ δόξα, ἡ τιμή, ἡ εὐχαριστία καί ἡ προσκύνηση στούς αἰῶνες τῶν αἰῶνων Ἀμήν.

Παρασκευή 22 Ιανουαρίου 2010

ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΠΑΤΕΡΑ ΜΑΣ, ΑΒΒΑ ΙΣΑΑΚ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ, ΑΣΚΗΤΙΚΑ, ΛΟΓΟΣ Β’


ΛΟΓΟΣ Β’[1]
ΓΙΑ

ΤΗΝ ΑΠΟΤΑΓΗ* ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΠΟΧΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡΡΗΣΙΑ** ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ


1.      Ὃταν θελήσουμε νά φύγουμε ἀπό τόν κόσμο καί νά ἀποξενωθοῦμε ἀπό τίς κοσμικές ὑποθέσεις δέν ὑπάρχει τίποτε πού θά μᾶς χωρίσει περισσότερο ἀπ’αὐτόν ἢ πού θά νεκρώσει περισσότερο τά πάθη μέσα μας καί θά μᾶς ἀναστήσει καί ζωογονήσει στά πνευματικά, ὃσο τό πένθος καί ὁ καρδιακός πόνος ,ὁ ἑνωμένος μέ τήν διάκριση. Τό πρόσωπο τοῦ σεμνοῦ καί εὐλαβοῦς ἀνθρώπου μιμεῖται τήν ταπείνωση τοῦ Ἀγαπημένου (Κυρίου).
2.      Πάλι, δέν ὑπάρχει τίποτε, πού νά μᾶς σχετίζει περισσότερο μέ τόν κόσμο καί μ’ἐκείνους, πού εἶναι σ’ αὐτόν, ἀκόμη καί μέ τούς παραδομένους στήν μέθη καί τήν ἀσωτία καί τίποτε, πού νά μᾶς χωρίζει περισσότερο ἀπό τούς θησαυρούς τῆς σοφίας καί τῆς γνώσης τῶν μυστηρίων τοῦ Θεοῦ, ὃσο ὁ ἀστεϊσμός καί ἡ ἀκόλαστη ἐλαφρότητα[2]. Εἶναι κι’ αὐτό ἒργο τοῦ δαίμονα τῆς πορνείας. Ἀλλ’ ἐφ’ ὃσον ἀποδεδειγμένα πειστεῖς γιά τήν ἀγάπη σου προς τήν (ἀληθινή) σοφία, ἀγαπητέ, μέ ἀγάπη σέ ἱκετεύω : φυλάξου ἀπό τήν μοχθηρή ἀδικία τοῦ ἐχθροῦ. Γιά νά μήν ψυχράνει μέ τήν ἀστειότητα τῶν λόγων του, στήν ψυχή σου τήν θέρμη τῆς ἀγάπης γιά τόν Χριστό, ὁ Ὁποῖος γιά χάρη σου γεύθηκε χολή ἐπάνω στό ξύλο τοῦ Σταυροῦ[3].
3.      Καί γιά νά μήν γεμίσει τήν ψυχή σου ἀντί τῆς γλυκείας ἐκείνης μελέτης καί τῆς παρρησίας μπροστά στό Θεό, μέ πολλές φαντασίες, ἀκόμη καί κατά τόν καιρό πού εἶσαι ξυπνητός. Ὃταν δε κοιμᾶσαι, (γιά νά μήν τήν) αἰχμαλωτίσει μέ ὂνειρα ἂτοπα, τῶν ὁποίων τήν δυσοσμία δέν μποροῦν νά ἀνεχθοῦν οἱ ἃγιοι Ἂγγελοι. Θά γίνει ἒτσι στούς ἂλλους αἰτία ὀλισθήματος (πτώσης) καί στόν ἑαυτό σου σκόλοπας *.
4.      Βίασε τόν ἑαυτό σου λοιπόν ὣστε νά μιμηθεῖς τήν ταπείνωση τοῦ Χριστοῦ γιά νά λάμψει ἡ φωτιά πού Ἐκεῖνος ἒβαλε μέσα σου ἀκόμα περισσότερο. Μέ αὐτή τή φωτιά ξερριζώνονται ὃλες οἱ προκλήσεις (συγκινήσεις) τοῦ κόσμου οἱ ὁποῖες φονεύουν τόν καινό[4] ἂνθρωπο καί μολύνουν τίς οὐλές τοῦ Κυρίου τοῦ Ἁγίου καί Δυνατοῦ.
Ἐγώ λοιπόν παίρνω τό θάρος νά πῶ σύμφωνα μέ τόν Ἃγιο Παῦλο ὃτι εἲμαστε ναός τοῦ Θεοῦ[5] (Α΄ Κορινθ. γ΄, ιστ΄)· ἂς ἁγνίσουμε λοιπόν τό ναό Του ὃπως και Αὐτός εἶναι ἁγνός γιά νά ἐπιθυμήσει νά ἐγκατασταθεῖ σ’αὐτόν. Ἂς τόν ἁγιάσουμε ὁπως και Αὐτός εἶναι Ἁγιος. Ἄς τόν στολίσουμε μέ ὃλα τά καλά καί τίμια ἒργα. Ἂς τόν θυμιάσουμε μέ θυμίαμα τῆς ἀνάπαυσης τοῦ θελήματός Του διά μέσου καθαρῆς καρδιακῆς προσευχῆς, τήν ὁποία εἶναι ἀδύνατον νά ἀποκτήσουμε ἐνῶ εἲμαστε συνδεδεμένοι μέ συνεχεῖς κοσμικές δραστηριότητες. Ἒτσι ἡ νεφέλη τῆς δόξας Του θά ἐπισκιάσει τήν ψυχή μας καί θά ἀνατείλει τό φῶς τῆς μεγαλωσύνης Του μέσα στήν καρδιά μας. Θά γεμίσουν χαρά καί εὐφροσύνη ὃλοι ὅσοι κατοικοῦν στό ναό τοῦ Θεοῦ. Οἱ δε ἀναιδεῖς καί ἀναίσχυντοι θά ἐξαφανισθοῦν μέ τήν φλόγα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
5.      Ὀνείδιζε λοιπόν τόν ἑαυτό σου συνεχῶς ἀδελφέ καί λέγε ,ἀλλοίμονό σου ἀθλία ψυχή, πλησίασε ὁ χωρισμός σου ἀπό τό σῶμα. Γιατί εὐφραίνεσαι μ’ αὐτά πού σήμερα πρόκειται νά ἐγκαταλείψεις καί δέν πρόκειται νά τά ξαναδεῖς ποτέ;[6]
Πρόσεξε αὐτά, πού εἶναι μπροοστά σου καί συλλογίσου αὐτά πού ἒπραξες μέ ποιό τρόπο (τά ἔπραξες) καί τί εἲδους εἶναι αὐτά καί μέ ποιόν πέρασες τίς ἡμέρες τῆς ζωῆς σου ἢ ποιός δέχθηκε τόν κόπο τῆς ἐργασίας τῆς καλλιέργειας (τοῦ ἀγροῦ τῆς ψυχῆς σου) καί ποιόν εὐχαρίστησες στήν παλαίστρα σου, γιά νά ἒρθη πρός συνάντησή σου, στόν καιρό τῆς ἐξόδου σου (ἀπό αὐτή τή ζωή). Ποιόν χαροποίησες καί ἱκανοποίησες στήν πορεία σου γιά νά ἀναπαυθεῖς στό λιμάνι Του. Καί γιά χάρη ποιοῦ ταλαιπωρήθηκες κοπιάζοντας (στή διάρκεια τῆς ἐργασίας σου) γιά νά τόν συναντήσεις μέ χαρά. Ποιόν ἀπόκτησες φίλο στόν μέλλοντα αἰῶνα γιά νά σέ ὑποδεχθεῖ τώρα στήν ἐξοδόν σου; Σέ ποιό ἀγρό ἀπασχολήθηκες καί ποιός πρόκειται νά σοῦ δώσει τό μισθό σου στή δύση τοῦ ἡλίου τῆς ἐξόδου σου; (δηλ. κατά τήν ὣρα τοῦ θανάτου σου;)
6.      Ἐξέτασε τόν ἑαυτό σου, ὦ ψυχή, καί δές σέ ποιά γῆ ἒχεις τό μερίδιόν σου. Ἐάν διέσχισες (πέρασες) τόν ἀγρό πού δίδει σάν καρπόν τήν πίκρα, σ’ ἐκείνους πού τόν καλλιεργοῦν, κράξε καί βόησε, μέ στεναγμόν καί στενοχώρια ἐκεῖνα τά λόγια, πού δίδουν ἀνάπαυση στό Θεόν σου μεγαλύτερη ἀπό τίς θυσίες καί τά ὁλοκαυτώματα. Ἂς ἀναβλύζει τό στόμα σου ὀδυνηρές φωνές μέ τίς ὁποῖες εὐχαριστοῦνται οἱ Ἃγιοι Ἂγγελοι. Βάψε τά μάγουλά σου μέ τά δάκρυα τῶν ματιῶν σου γιά νά ἀναπαυθεῖ σέ σένα τό Ἃγιο Πνεῦμα καί νά σέ λούσει ἀπό τό ρύπο τῆς κακίας σου.
Ἐξιλέωσε τόν Κύριόν σου μέ τά δάκρυα γιά νά ἒλθει νά σέ βοηθήσει. Παρακάλεσε τήν Μαρία καί τή Μάρθα γιά νά σέ διδάξουν πένθιμες φωνές. Βόησε πρόν τόν Κύριο :
Εὐχή :Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Θεέ Μας. Σύ, ὁ ὁποῖος ἒκλαψες ἐπάνω ἀπό τό Λάζαρο καί ἒχυσες δάκρυα λύπης καί συμπάθειας γι’αὐτόν, δέξου τά δάκρυα τῆς πικρίας μου. Θεράπευσε τά πάθη μου μέ τά παθήματά Σου. Ἰάτρευσε τά τραύματά μου μέ τά ἰδικά Σου τραύματα. Καθάγνισε τό αἷμα μου μέ τό δικό Σου αἷμα καί ἀνάμιξε μέ τό σῶμα μου τήν ὀσμή τοῦ δικοῦ Σου ζωοποιοῦ Σώματος. Ἡ χολή μέ τήν ὁποία ποτίσθηκες ἀπό τούς ἐχθρούς, ἂς γλυκάνει τήν ψυχή μου ἀπό τήν πικρίαν μέ τήν ὁποίαν μέ πότισε ὁ ἀντίδικος[7]. Τό Σῶμα Σου, πού τεντώθηκε πάνω στό ξύλο τοῦ Σταυροῦ ἂς ἁπλώσει σ’ Ἐσένα τόν νοῦ μου, πού σύρθηκε πρός τά κάτω ἀπό τούς δαίμονες. Ἡ κεφαλή Σου τήν Ὁποία ἒγειρες ἐπάνω στό Σταυρό, ἂς ὑψώσει τήν δική μου πού κολαφίσθηκε ἀπό τούς ἀντιπάλους. Τά πανάγια χέρια Σου, πού καθηλώθηκαν ἀπό τούς ἂπιστους Ἰουδαίους στό Σταύρό ἂς μέ ὁδηγήσουν σ’ Ἐσένα, βγάζοντάς με ἀπό τό χάσμα τῆς ἀπώλειας, ὃπως ὑποσχέθηκε τό πανάγιό Σου Στόμα. Τό Πρόσωπό Σου τό ὁποῖο δέχθηκε ραπίσματα καί πτύσματα ἀπό τούς κατάρατους, ἂς λαμπρύνει τό δικό μου πρόσωπο πού μιάνθηκε μέ τίς ἀνομίες.
Ἡ ψυχή Σου, τήν ὁποία, ἐνῶ ἢσουν ἐπάνω στό Σταυρό παρέδωσες στόν Πατέρα Σου, ἂς μέ ὁδηγήσει σέ Σένα μέ τή χάρη Σου.
Δέν ἒχω καρδιά ὀδυνηρή γιά νά Σε ἀναζητήσω, δέν ἒχω μετάνοια, δέν ἒχω κατάνυξη, οὒτε δάκρυα αὐτά πού ξαναγυρίζουν τά παιδιά στήν κληρονομιά τους (στόν τόπο πού γεννήθηκαν). Δέν ἒχω Κύριε δάκρυ πού παρηγορεῖ. Σκοτίσθηκε ὁ νοῦς μου ἀπό τά βιωτικά. Δέν ἒχει δύναμη νά κοιτάξει σ’ Ἐσένα μέ ὀδύνη. Ἡ καρδιά μου ἒχει ψυγεῖ ἀπό τό πλῆθος τῶν πειρασμῶν. Δέν μπορεῖ νά θερμανθεῖ μέ τά δάκρυα τῆς πρός Ἐσέ ἀγάπης. Ἀλλά Σύ Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ὁ Θεός, πού εἶσαι ὁ θησαυρός ὃλων τῶν ἀγαθῶν, δώρησέ μου μετάνοια ὁλοκληρωμένη καί καρδία γεμάτη πόνο γιά νά ἐξέλθω ὁλόψυχα σέ ἀναζήτησή σου. Διότι χωρίς Ἐσένα, θά ἀποξενωθῶ ἀπό κάθε ἀγαθό. Χάρισέ μου λοιπόν, ὦ Ἀγαθέ τήν Χάριν σου. Ὁ Πατήρ, ὁ ὁποῖος Σέ προήγαγε ἀπό τούς κόλπους Του ἀχρόνως καί ἀϊδίως, ἂς ἀνακαινίσει μέσα μου τά χαρακτηριστικά τῆς εἰκόνας Σου. Σέ ἐγκατέλειψα, μή μέ ἐγκαταλείπεις. Ἒφυγα μακριά ἀπό Ἐσένα, βγές σέ ἀναζήτησή μου καί ὁδήγησέ με στό λιβάδι Σου. Συγκαταρίθμησέ με μέ τά πρόβατα τῆς ἐκλεκτῆς σου ποίμνης. Διάθρεψέ με μαζί μ’ αὐτά μέ τήν χλόη τῶν θείων Σου Μυστηρίων. Αὐτῶν τῶν προβάτων ἡ καθαρή καρδιά εἶναι κατοικία Σου. Σ’ αὐτήν μέσα τήν καθαρή καρδιά φανερώνεται ἡ ἒλλαμψη τῶν ἀποκαλύψεών Σου. Αὐτή ἡ ἒλλαμψη εἶναι ἡ παρηγοριά καί ἀναψυχή ἐκείνων πού κοπίασαν γιά Σένα μέ θλίψεις καί κάθε εἲδους κακώσεις.
Εἲθε αὐτῆς τῆς ἐλλάμψεως νά ἀξιωθοῦμε καί ἐμεῖς, μέ τήν χάρι καί φιλανθρωπία Σου, τοῦ Σωτήρα μας Ἰησοῦ Χριστοῦ στούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
*Ἀποταγή=ἄρνηση
**Παρρησία=τό ὑπερβολικό θάρρος

[1] Ἀντιστοιχεῖ στό ν° 17 τῶν ἀρχ. ἑλληνικῶν χειρογράφων καί στό Ν° 60 τῆς Ρωσσικῆς μετάφρασης
[2] Στά συριακά : «ἡ μή ἀποχή ἀπό τήν ἀκόλαστη ἡδονή»
[3] Ματθ. 27,48, ψαλμ. 69,22
[4] καινούργιος, ὁ μετανοημένος καί ἀνακαινισμένος ἀπό τή Θεία Χάρη.
[5] Α! Κορινθ. 3, 16
[6] Δές τήν παραβολή τοῦ ἀφρονα πλούσιου Λκ. 12,19
[7] Ὁ πονηρός

Πέμπτη 7 Ιανουαρίου 2010

ΠΡΟΛΟΓΟΣ, ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΟ: ΟΣΙΟΥ ΙΣΑΑΚ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΝΙΝΕΥΙ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ ΤΑ ΕΥΡΕΘΕΝΤΑ ΑΣΚΗΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΟ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΜΕ ΣΧΟΛΙΑ

ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Μέ τήν χάρη τοῦ Θεοῦ καί τήν εὐχή τοῦ Γέροντα - Πνευματικοῦ μου, πατρός Μαξίμου Ἁγιορείτου, ἄρχισα πρίν ἀπό περίπου δέκα ἔτη νά μεταφράζω στήν νέα ἑλληνική γλώσσα τά γλυκύτατα ἀσκητικά κείμενα τοῦ ὁσίου πατέρα μας Ἰσαάκ ἐπισκόπου Νινευί, τοῦ Σύρου. Ἦταν τόση ἡ πνευματική ὠφέλεια καί ὁ ἐνθουσιασμός ἀπό τή μελέτη τους, πού παρόλες τίς μεγάλες δυσκολίες, συνέχισα καί τολμῶ νά παρουσιάσω στήν ἀγάπη σας τό πρῶτο μέρος τῆς ταπεινῆς μου ἐργασίας. Εἴθε ὁ Πανάγιος Κύριος Μας νά εὐλογήσει αὐτό τό βιβλίο ὥστε νά ἀποβεῖ πρός δόξαν Του καί πρός ὠφέλειαν ὅλων μας. Ἐπικαλοῦμαι τίς πρεσβεῖες τῆς Πανυπερευλογημένης Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου τοῦ Ὁσίου Ἰσαάκ καί πάντων τῶν ἁγίων, ὥστε τά θεόπνευστα λόγια τοῦ ὁσίου νά κατανοηθοῦν καί τό κατά δύναμιν νά ἐφαρμοσθοῦν ἀπό ὅλους μας. Ὁ ἅγιος μᾶς δίνει συνταγές ζωῆς ἀληθινῆς, χρησιμότατες γιά ὅλους, μοναχούς καί λαϊκούς, ἐγγάμους καί ἀγάμους, ἡσυχαστές καί ἀγωνιζομένους μέσα στήν κοσμική τύρβη.
Ὁ ἡσυχαστικός τρόπος ζωῆς εἶναι ὁ χριστιανικός τρόπος ζωῆς. Ὅποιος θέλει νά ζήσει χριστιανικά θά πρέπει νά ζήσει ὅπως ἔζησαν ὅλοι οἱ ἅγιοι, οἱ μιμηταί τοῦ Χριστοῦ μας. Ἡ ζωή του θά πρέπει νά συνδυάζει ἐξωστρέφεια καί ἐνδοστρέφεια. Κυρίως ἐνδοστρέφεια, σιωπή, προσευχή, μελέτη καί κατά Χριστόν ἄσκηση θά πρέπει νά βιώνονται ὅσο τό δυνατόν ἐντονώτερα. Ἡ ἐξωτερική δράση θά πρέπει ἐπίσης νά ὑπάρχει γιά νά ἐκπληρώνεται τό καθῆκον τῆς ἀγάπης πρός τόν πλησίον.
Ὁ Χριστινός καλεῖται νά καθαριστεῖ. Αὐτό κατορθοῦται μέ τό νά ζεῖ ἀσκητικά καί μυστηριακά, προσευχητικά καί ἁγνά, ὅπου καί ἄν βρίσκεται: μόνος του, στόν κόσμο, σέ οἰκογένεια ἤ σέ μοναστήρι. Ὁ ἡσυχασμός εἶναι ὁ τρόπος καί ὁ δρόμος θεραπείας τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς. Βεβαίως δέν μποροῦν ὅλοι νά ζήσουν σέ τόπο ἀπαλλαγμένο ἀπό ἐξωτερικούς θορύβους. Μποροῦν ὅμως ὅλοι νά καταπολεμήσουν τούς ἐσωτερικούς θορύβους τῶν λογισμῶν καί τῶν πολυποίκιλων ἄχρηστων μεριμνῶν.
Ἐνδεχομένως δέν μποροῦν ὅλοι νά ζήσουν μέ παρθενία καί πλήρη ἀκτημοσύνη, γινόμενοι μοναχοί. Μποροῦν ὅμως ὅλοι, ἀλλά καί ὁφείλουν νά ζήσουν μέ τήν παρθενία τοῦ νοός. Ὅλοι θά πρέπει νά ἔχουν ἁγνότητα καί καθαρότητα καρδίας, καθώς καί ἀπροσπάθεια στά ὑλικά πράγματα. Μποροῦν καί πρέπει νά ζοῦν ὅλοι μέ ἐγκράτεια, ὀλιγοκτημοσύνη καί ἀμεριμνία γιά τά μάταια πράγματα αὐτοῦ τοῦ κόσμου.
Ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ εἶναι ἕνας σύγχρονος τέλειος ψυχ-ίατρος, θεραπευτικός καί λυτρωτικός γιά τόν σύγχρονο πολυμέριμνο, καταναλωτικό, ἀγχώδη καί καταθλιμμένο ἄνθρωπο. Μία σελίδα ἀπό τόν Ἀββᾶ ἀν διαβάζει κανείς καθημερινά εἶναι ἀρκετό, ἔλεγε ὁ Γέροντας Ἰερώνυμος τῆς Αἴγινας. Ὁ θαυμαστός π. Παΐσιος διακήρυσσε, ὅτι ἄν πήγαινε κάποιος στό ψυχιατρεῖο καί διάβαζε στούς ἀσθενεῖς ἀπό τό βιβλίο τοῦ Ἀββᾶ Ἰσαάκ, θά ἄδειαζε τό ψυχιατρεῖο.
Κάποτε πάλι, ἔλεγε ὁ Γέροντας Παΐσιος ὅτι, μελετώντας τόν Ἀββᾶ Ἰσαάκ ἔμεινε σέ μία φράση του στοχαζόμενος καί προσευχόμενος γιά δύο ὁλόκληρες ὧρες.


ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Οἱ ἀσκητικοί λόγοι τοῦ Ἀββᾶ Ἰσαάκ τοῦ Σύρου ἐγράφησαν πρωτοτύπως στά Συριακά. Μεταφράστηκαν κατά τόν 9ο αἰώνα ἀπό δύο μοναχούς τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Σάββα Παλαιστίνης, πού ὀνομάζοντο Πατρίκιος καί Ἀβράμιος. Ὁ ἱερομόναχος Νικηφόρος Θεοτόκης ἔπειτα ἀπό παρακίνηση τοῦ Πατριάρχου Ἱεροσολύμων Ἐφραίμ, ἐξέδοσε τό κείμενο στά 1770.
Σύν Θεῷ πήραμε σάν βάση τῆς ἐργασίας μας τό κείμενο αὐτό σέ σύγκριση καί μέ τό κείμενο τῆς ΕΠΕ[1]. Ὅπου ὑπῆρχαν ἀσάφειες καί δυσκολίες μεταφραστικές καταφύγαμε στήν μεταφραστική ἐργασία τοῦ καθηγητοῦ Χρήστου[2], καθώς καί στήν ἀγγλική μετάφραση τοῦHoly Transfiguration Monastery, The ascetical homilies of saint Isaak the Syrian, Boston, Massachusetts, 1984. Ὁ μεταφραστής τῆς ὡς ἄνω (σέ ἀγγλική γλῶσσα) ἐργασίας, ὅπως ἀναφέρει στήν εἰσαγωγή του, χρησιμοποίησε ἐκτός ἀπό ἑλληνικά καί συριακά χειρόγραφα[3] τά ὁποῖα τόν βοήθησαν νά διευκρινήσει τίς ἀσάφειες τοῦ ἑλληνικοῦ κειμένου.
Ὁ ὅσιος Ἰσαάκ ὁ Σύρος εἶχε πατρίδα τήν Νινευΐ. Ὁ συγγραφέας τοῦ Ἐπιγράμματος περί σιωπῆς καί ἡσυχίας, ἀναφέρει ὡς πατρίδα του τήν Μεσοποταμία (χωρίο πλησίον τῆς Ἐδέσσης)[4]. Ἔζησε τόν ἕκτο αἰώνα[5]. Ἡ ἀκμή του τοποθετεῖται στά 534 μ.Χ.[6] Αὐτό συνάγεται ἐκ τοῦ γεγονότος ὅτι ἔγραψε ἐπιστολή στόν ἅγιο Συμεών τόν στυλίτη (521-596 μ.Χ.)πού ἀσκήθηκε στό Θαυμαστό ὄρος πλησίον τῆς Ἀντιόχειας τῆς Συρίας. Ἐπίσης καί ἀπό τό ὅτι ἀναφέρει ὅτι ἡ ἡλικία τῶν δαιμόνων ἦταν στήν ἐποχή του 6000 χρόνια[7]. Δηλ. ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ ἔζησε στήν ἀρχή τῆς ἕβδομης χιλιετίας ἀπό κτίσεως κοσμου (6ος αἰ.). Δέν γνωρίζουμε ποιοί ἦσαν οἱ γονεῖς του. Σέ πολύ νεαρή ἡλικία ἐγκατέλειψε τήν κοσμική ζωή καί κατετάγη στό Μοναστήρι τοῦ ἁγίου Μαρ. Ματθαίου μαζί μέ τόν κατά σάρκα ἀδελφό του. Ἐδῶ ἀφοῦ ἀσκήθηκε ἀρκετά καί ἔφθασε σέ ὑψηλό μέτρο ἀρετῆς, πληγώθηκε ἀπό τόν πόθο τῆς ἡσυχαστικῆς ζωῆς. Φεύγει τότε ἀπό τό Κοινόβιο καί ἐγκαταβιώνει σέ ἐρημική τοποθεσία, ὅπου ζεῖ ἡσυχαστικά προσέχοντας μόνο στό Θεό καί στόν ἑαυτό του. Ὁ ἀδελφός του παραμένοντας στό Μοναστήρι ἔγινε ἡγούμενος. Ἄρχισε τότε μέ ἐπιστολές του νά παρακινεῖ τόν ἅγιο Ἰσαάκ νά ἐπιστρέψει, στήν Μονή τῆς μετανοίας τους. Ὁ πόθος ὅμως, τοῦ ἁγίου γιά τήν ἡσυχία, ἦταν τόσο μεγάλος πού δέν ἐγκατέλειψε τόν τόπο τῆς ἀσκήσεώς του οὔτε γιά ἐλάχιστο χρόνο. Ἐν τούτοις αὐτό, πού δέν κατάφεραν οἱ ἀδελφικές ἱκεσίες, ἀναγκάστηκε νά τό πραγματοποιήσει αὐτοπροαίρετα, ὑπακούοντας σέ θεία ἀποκάλυψη. Κάνοντας ὑπακοή στόν τοπικό Ἐπίσκοπο χειροτονεῖται Ἐπίσκοπος Νινευΐ. Δέν ἔπρεπε πράγματι νά κρύπτεται ὁ λύχνος κάτω ἀπό τόν μόδιο ἀλλά νά τεθεῖ ἐπί τήν λυχνία. Δέν ἔμεινε ὅμως γιά πολύ. Τοῦ συνέβη κάτι ἀνάλογο μέ αὐτό πού συνέβη στόν Ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο, ὁ ὁποῖος μόλις χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος Σασίμων ἀμέσως σκέφθηκε τήν φυγή. «Φαίνεται», σημειώνει ὁ διδάσκαλος τοῦ Γένους Ἱερομόναχος Νικηφόρος Θεοτόκης, ὅτι «δέν ἦταν ἄξιος τοῦ ἀνδρός ὁ κόσμος»[8]. Ἡ ἐνέργεια βεβαίως, τῆς φυγῆς ἀπό τό ἐπισκοπικό ἀξίωμα μ’ αὐτόν τόν τρόπο, δέν ἐπικροτεῖται ἀπό τούς ἁγίους Πατέρες. Δέν ἐπαινεῖται ἐπειδή φανερώνει «ἰδιοπραγία», ἴδιον θέλημα καί ἔλλειψη καρτερίας. Ὅμως, σημειώνει ὁ ἱερομόναχος Νικηφόρος, ἡ συγκεκριμένη ἐνέργεια δέν εἶναι ἐπιλήψιμη καί ἄξια κατάκρισης, ἐξ αἰτίας τῆς ἀρετῆς καί τῆς τελειότητος τῶν ἀνδρῶν, πού τήν ἐπιχείρησαν. Διότι αὐτοί οἱ ἄνδρες εἶναι «ἀνεπίληπτοι κατά τά ἄλλα καί ἄμεμπτοι καί πνευματοφόροι»[9]. Ἰσχύει γιαυτούς τό Γραφικό: «ὁ δέ πνευματικός ἀνακρίνει μέν πάντα, αὐτός δέ ὑπ’ οὐδενός ἀνακρίνεται»[10].
Ἡ αἰτία τῆς ἀθρόας παραιτήσεως του ἀπό τό ἐπισκοπικό ἀξίωμα ἦταν ἡ ἑξῆς: Τήν ἡμέρα κατά τήν ὁποία ἐχειροτονήθηκε καί ἐνῶ ἐκάθητο στό Ἐπισκοπεῖο ἦλθαν δύο ἄνδρες οἱ ὁποῖοι ἀντιδικοῦσαν. Ὁ μέν ἕνας ἀπαιτοῦσε νά λάβει πίσω τό δάνειο, ὁ δέ ἀναγνώριζε ὅτι χρωστοῦσε, ἀλλά ζητοῦσε λίγη προθεσμία γιά νά συγκεντρώσει τά ὀφειλόμενα χρήματα. Ὁ δανειστής ἔλεγε ὅτι ἐάν δέν τοῦ λάβει ἄμεσα τά χρήματα ἀπό τόν χρεώστη θά τόν παραδώσει στό δικαστή. Ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ τότε λέγει στόν δανειστή: Ἐάν γιά χάρη τῆς εὐαγγελικῆς ἐντολῆς ὀφείλεις νά μή ζητᾶς πίσω οὔτε αὐτά πού σοῦ παίρνουν, πολύ περισσότερο ὀφείλεις νά μακροθυμήσεις μία ἡμέρα ἀπέναντι σ’ αὐτόν πού πρόκειται νά σοῦ ξεπληρώσει αὐτό πού χρωστάει. Τότε ἐκεῖνος ὁ σκληρός καί ἄγριος ἄνθρωπος ἀπάντησε: «Ἄφησε τα τώρα αὐτά γιά τό Εὐαγγέλιο. Τότε ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ εἶπε: «Ἐάν αὐτοί δέν ὑπακούουν στά εὐαγγελικά προστάγματα τοῦ Κυρίου, τότε τί ἦλθα νά κάνω ἐδῶ»; Βλέποντας δέ ὅτι ἀσχολούμενος μέ τά ἐπισκοπικά ζητήματα περιεσπᾶτο καί γέμιζε μέ θορύβους ἐσωτερικούς καί ἐξωτερικούς, παίρνει τήν ἀπόφαση νά ἀποχωρήσει ἄμεσα ἀπό τόν ἐπισκοπικό θρόνο. Τήν ἴδια ἡμέρα τῆς χειροτονίας του εἰς Ἐπίσκοπον ἐγκαταλείπει τήν Ἐπισκοπή καί ἐπιστρέφει στήν ἔρημο. Ξαναγυρνᾶ στήν ἀγαπημένη του ἡσυχία καί τόν ἀπράγμονα βίο, πού τόσο εἶχε συνηθίσει. Παραμένει στήν ἐρημική του σκήτη μέχρι τέλους τῆς ἐπίγειας ζωῆς του. Τό πόσο ἀγωνίστηκε, τό πόση χάρη δέχθηκε ἐξ αἰτίας τῆς ὑπομονῆς καί τῶν ἀγώνων του κατά τῶν παθῶν καί τῶν δαιμόνων καί τό σέ ποιό πνευματικό ὕψος ἔφθασε διαφαίνεται κάπως εὔκολα ὅταν κανείς ἐντρυφήσει στά θεόπνευστα συγγράμματά του. Δέν ὑπῆρξε Νεστοριανός. Ὅλα ὅσα γράφει δέν ἔχουν τίποτε Νεστοριανικό ἤ γενικότερα κακόδοξο. Λανθασμένα κάποια νεώτερα κακόδοξα κείμενα πού κυκλοφόρησαν ἀποδόθηκαν στόν Ἀββᾶ Ἰσαάκ[11]
Ὁ ἅγιος Ἰσαάκ πρίν διδάξει, εἶχε βιώσει αὐτά γιά τά ὁποῖα ὁμιλοῦσε. Αὐτό φαίνεται ἀπό τά ἴδια του τά λόγια. Λέγει γιά παράδειγμα στόν κγ΄ Λόγο του: «Ὅπως ἀκριβῶς ἐκεῖνος, πού δέν εἶδε μέ τά μάτια του τόν Ἥλιο, δέν μπορεῖ νά διηγηθεῖ σέ κάποιον γιά τό φῶς του μόνο ἀπό τήν ἀκοή, οὔτε βέβαια αἰσθάνεται αὐτοῦ τοῦ φωτός, ἔτσι καί αὐτός πού δέν γεύθηκε στήν ψυχή του τήν γλυκύτητα τῶν πνευματικῶν ἔργων». Λέγει πάλι στόν κστ΄ Λόγο του: «γιά πολύ καιρό βρισκόμενος σέ πειρασμό καί ἀπό δεξιά καί ἀπό ἀριστερά καί ἀφοῦ δοκίμασα τόν ἑαυτό μου σ’ αὐτούς τούς δύο τρόπους[12], πολλές φορές, καί ἀφοῦ δέχτηκα ἀπό τόν ἀντίθετο ἀναρίθμητες πληγές καί ἀξιώθηκα κρυφά μεγάλων ἀντιλήψεων (δηλ. βοηθειῶν), συγκέντρωσα (προσπόρισα) στόν ἑαυτό μου μακροχρόνια πεῖρα καί μέ τήν δοκιμασία (χάρις στήν ἀσκητική ταλαιπωρία) καθώς καί μέ τή Θεία Χάρη ἔμαθα αὐτά». Στήν συνέχεια ἀναφέρει ποιά εἶναι αὐτά πού ἔμαθε διά τῆς πείρας καί τῆς Θείας Χάρης.
Ἐπίσης στόν ιε΄ Λόγο του γράφει: «αὐτά τά ἔγραψα σάν ἀνάμνηση (ὑπενθύμιση) στόν ἑαυτό μου καί σέ κάθε ἕναν πού μελετᾶ αὐτό τό σύγγραμμα, καθώς τά κατάλαβα ἀπό τήν θεωρία τῶν γραφῶν (πνευματική μελέτη τῶν Ἁγίων Γραφῶν) καί τῶν ἀληθινῶν στομάτων (τῶν λόγων τῶν ἁγίων) καί λίγο ἀπό τήν δική μου ἐμπειρία».
Εἶναι φανερό ἀπό ὅλα αὐτά ὅτι ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ εἶναι διδάσκαλος πρακτικός καί διδάσκει αὐτά, τά ὁποῖα πρῶτα ἔχει ἐφαρμόσει στόν ἑαυτό του. Ἡ πλούσια Θεία Χάρη, ἡ ὁποία τόν ἐπεσκίασε, τόν ἔκανε νά μήν μπορεῖ νά τήν κρύψει. Ἡ γεμάτη δράση καί γλυκύτητα ἐνέργειά της διαφαίνεται ἄλλοτε ἀμυδρότερα καί ἄλλοτε ἐναργέστερα στά κείμενά του. Σέ κάποιο σημεῖο γράφει: «Πολλές φορές, ὅταν ἔγραφα αὐτά, παρέλυαν τά δάχτυλά μου πάνω στό χαρτί καί δέν μποροῦσα νά ἀντέξω τήν ἡδονή, πού ἔπεφτε μέσα στήν καρδιά μου καί ἔκανε τίς αἰσθήσεις νά σιωποῦν (νά ἡρεμοῦν, ἡσυχάζουν)».
Ὁ ἅγιος Ἰσαάκ παρ’ ὅλο, πού ζεῖ μακριά ἀπό τόν κόσμο καί τούς ἀνθρώπους, ἔχει μιά πολύ βαθειά ἐν Χριστῷ ἀγάπη γι’ αὐτούς. Γράφει: «Ἀγαπητοί, ἐπειδή ἔγινα ἀνόητος, δέν ἀντέχω νά ἀποσιωπήσω τό μυστήριο, ἀλλά γίνομαι ἄφρων[13] χάριν τῆς ὠφέλειας τῶν ἀδελφῶν. Διότι αὐτή εἶναι ἡ ἀληθινή ἀγάπη, αὐτή ἡ ὁποία δέν μπορεῖ νά ὑπομείνει (νά ἀντέξει) νά στερήσει ἕνα μυστήριο ἀπό αὐτούς, πού ἀγαπᾶ». Γι’ αὐτό συνεχῶς ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ δέν ἔπαυε ἀπό τήν ἔρημο νά προχέει τά νάματα τῆς ζωήρρυτης διδασκαλίας καί νά ποτίζει μέ αὐτά τίς ψυχές τῶν ἀδελφῶν του.
Σημειώνει ὁ Ἰωάννης Τάτσης:«Θὰ πρέπει νὰ ποῦμε ὅτι ὁ Ἀββᾶς Ἰσαὰκ ὁ Σύρος δὲν ἔχει ἀναγνωριστεῖ ἐπίσημα ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησίαὡς ἅγιος, δὲν περιλαμβάνεται στὸ Ἁγιολόγιο ἢ τὸν Συναξαριστὴ της καὶ γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ ἡ μνήμη του δὲν ἑορτάζεται στοὺς ναούς. Ἡσυνείδηση ὅμως ὅσων γνωρίζουν τὸν Ἀββᾶ μέσα ἀπὸ τὰ συγγράμματά του, καὶ ἰδιαίτερα τῶν μοναζόντων, τὸν κατατάσσει ἀνάμεσα στοὺςἁγίους καὶ τοὺς μεγάλους ὁσίους τῆς Ἐκκλησίας.
Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι στὸ Ἅγιον Ὄρος γίνεται ἀναφορὰ στή μνήμη του τὴν 28η Ἰανουαρίου, μαζὶ μὲ τή μνήμη τοῦ ὁσίου Ἐφραὶμ τοῦΣύρου. Ὑπάρχουν μάλιστα καὶ δύο πλήρεις ἀκολουθίες, πού ὑμνοῦν τὴν ἁγία ζωὴ καὶ τοὺς ἀσκητικοὺς ἀγῶνες τοῦ Ἀββᾶ Ἰσαάκ.
Ἀπὸ αὐτὲς ἡ μία ἀναφέρεται ἐξ ὁλοκλήρου στὸν Ἀββᾶ Ἰσαὰκ καὶ εἶναι ποίημα τοῦ ἀειμνήστου γέροντος ὑμνογράφου Γερασίμου τοῦΜικραγιαννανίτου[14], ἐνῶ ἡ ἄλλη ἀναφέρεται καὶ στοὺς δύο ὁσίους, Ἰσαὰκ καὶ Ἐφραὶμ καὶ ἔχει ἐκδοθεῖ τὸ 1962 ἀπὸ τὸ τυπογραφεῖο τῆς «Ἁγιορειτικῆς Βιβλιοθήκης», τοῦ Σωτηρίου Ν. Σχοινᾶ στὸ Βόλο, μὲ τὸν τίτλο «Ἀκολουθία καὶ βίος τῶν ὁσίων θεοφόρων Πατέρων ἡμῶν Ἰσαὰκ καὶ Ἐφραὶμ τῶν Σύρων, ψαλλομένη τῇ ΚΗ΄ Ἰανουαρίου, ποιηθεῖσα παρὰ Νήφωνος μοναχοῦ Ἁγιορείτου». Στὶς πρῶτες σελίδες μάλιστα τῆς δεύτερης αὐτῆς ἀκολουθίας ὑπάρχει καὶ σχετικὴ εἰκόνα τοῦ ὁσίου, φιλοτεχνημένη ἀπὸ τὸ Φώτη Κόντογλου, μὲ τὸν ὑποτιτλο «Ὁ ἅγιος Ἰσαὰκ ὁ Σύρος ὁ θεόπνευστος»[15].
Γιατί ὅμως ἀκόμη δέν ἔχει καθιερωθεῖ ἐπίσημα ἡ μνήμη του; Δέν εἶναι μοναδικό φαινόμενο αὐτό.
Ἄς δοῦμε τί γράφει ὁ Πρωτοπρεσβύτερος π. Ἰωάννης Φωτόπουλος: «Παλαιότερα, στὸ ῞Αγιο ῎Ορος τὸν τιμοῦσαν στὶς 28 ᾿Ιανουαρίου μαζὶ μὲ τὸν ῞Αγιο ᾿Εφραίμ, ἐνῷ τώρα τελευταῖα στὶς 28 Σεπτεμβρίου.᾿Αλλὰ μήπως αὐτὴ ἡ καθυστέρηση τοῦ ἑορτασμοῦ τῆς μνήμης του λυμαίνεται καθόλου τὴν ἁγιότητά του καὶ τὴν δόξα του; Μήπως ὁ᾿Αββᾶς ᾿Ισαὰκ δὲν εἶναι ῞Αγιος;
Κατ᾿ ἀρχάς, πρέπει νὰ ποῦμε ὅτι ὑπάρχουν πολλοὶ ῞Αγιοι, οἱ ὁποῖοι ἀναφερόμενοι ὡς ῞Αγιοι σὲ βιβλία Πατερικὰ, δὲν ἔχουν καθιερωμένη μνήμη ἤ, ὅπως συμβαίνει μὲ τὸν ῞Αγιο ᾿Ισαὰκ τὸν Σύρο, καθιερώθηκε ἡ μνήμη τους τὰ τελευταῖα χρόνια. ῎Ετσι, ματαίως θὰ ἀναζητήσει κάποιος ἡμέρα μνήμης π.χ. τοῦ῾Οσίου Θεογνώστου τῆς Φιλοκαλίας, ἐνῷ τῶν ῾Αγίου Διαδόχου Φωτικῆς, ῾Ησυχίου Πρεσβυτέρου, τοῦ ῾Αγίου ᾿Ιωάννου τοῦ Καρπαθίου, τοῦ ῾Αγίου Νικολάου τοῦ Καβάσιλα καὶ τοῦ ῾Αγίου Συμεὼν Θεσσαλονίκης, ἡ μνήμη καθιερώθηκε τὰ τελευταῖα χρόνια• παρὰ ταῦτα, ἡ ᾿Εκκλησία δέχεται ὡς αὐθεντικὸ ἐν Χριστῷ, δηλαδὴ ὡς ἁγιοπνευματικὸ τὸν Βίο τους, τὶς δὲ Διδαχές τους, ὡς ἀπόσταγμα τῆς ὑπ᾿ αὐτῶν ἐμπειρίας τῆς θεώσεως, τῆς ὑπ᾿ αὐτῶν «αἰσθήσεως ἐν Θεῷ», ὅπως γράφει ὁ ᾿Αββᾶς ᾿Ισαάκ. ῞Ολα αὐτὰ κατ᾿ ἐξοχὴν ἰσχύουν σὲ ὕψιστο βαθμὸ γιὰ τὸν ῞Αγιο᾿Ισαάκ. ῞Ολοι οἱ, μετὰ ἀπ᾿ αὐτὸν,᾿Ασκητικοὶ Πατέρες παραπέμπουν σ᾿ αὐτόν, ὡς ῞Αγιον ᾿Ισαάκ, ὡς ἔμπειρο Διδάσκαλο καὶ ἀγωνιστὴ στὸν πόλεμο κατὰ τοῦ διαβόλου καὶ τῶν παθῶν, ὡς πνευματικὴ λυδία λίθο, μὲ τὴν ὁποία δοκιμάζονται οἱ ἐμπειρίες τῶν ἀγωνιζομένων, ἂν εἶναι ἐκ τοῦ Θεοῦ ἢ ἐκ τοῦ διαβόλου.
῾Ο Εὐεργετινὸς εἶναι γεμάτος ἀπὸ ἀποσπάσματα τῶν Λόγων του. Σ᾿ αὐτὸν παραπέμπει 29 (! ) φορὲς ὁ ῞Οσιος Πέτρος ὁ Δαμασκηνὸς (Θʹ αἰ.) στὰ ἔργα του, ποὺ δημοσιεύονται στὴν Φιλοκαλία. Ἐπίσης (σ’ αὐτόν παραπέμπει) ὁ ῞Οσιος Νικηφόρος ὁ Μονάζων, διδάσκαλος τοῦ ῾Αγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ὁ ῞Αγιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης, ὁ ὁποῖος συνιστᾶ στοὺς῾Ησυχαστὲς τὴν μελέτη τῶν Λόγων του, τοποθετώντας αὐτὸν ἀνάμεσα στὸν ῞Αγιο ᾿Ιωάννη τῆς Κλίμακος καὶ τὸν ῞Αγιο Μάξιμο τὸν ῾Ομολογητή, οἱ ῞Αγιοι Κάλλιστος καὶ ᾿Ιγνάτιος οἱ Ξανθόπουλοι (26 παραπομπές). ᾿Απὸ τὸν ῞Αγιο Κάλλιστο τὸν Καταφυγιώτη ἀποκαλεῖται «ἡσυχίας ἄκρος ὑφηγητής».
῾Ο ῞Αγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς γράφει: «...καρπὸν τῆς προσευχῆς ὁ ῞Αγιος ᾿Ισαὰκ προσηγόρευσε τὸν φωτισμόν• φησὶ γὰρ [ὁ ῞Αγιος ᾿Ισαάκ], ῾῾καθαρότης ἐστὶ νοός, ἐφ᾿ ᾗ διαυγάζει ἐν τῷ καιρῷ τῆς προσευχῆς τὸ φῶς τῆς ῾Αγίας Τριάδος• καὶ τότε ὁ νοῦς ὑπεράνω τῆς προσευχῆς γίνεται καὶ οὐ δεῖ καλεῖν ταύτην προσευχήν, ἀλλὰ τοκετὸν τῆς καθαρᾶς προσευχῆς, τῆς διὰ τοῦ Πνεύματος καταπεμπομένης᾿᾿ καὶ πάλιν ῾῾προσευχή ἐστι καθαρότης νοός, ἥτις μόνη ἐκ τοῦ φωτὸς τῆς ῾Αγίας Τριάδος μετ᾿ ἐκπλήξεως τέμνεται᾿᾿...» καὶ ὀνομάζει τὸν ῞Αγιο «ἐπόπτη καὶ συγγραφέα τῆς μυστικῆς ἐποπτείας».
Στὸν Βίο τοῦ ῾Οσίου Σάββα τοῦ Βατοπεδινοῦ, ὁ ῞Οσιος ᾿Ισαὰκ ἀναφέρεται ὑπὸ τοῦ βιογράφου του ῾Αγίου Φιλοθέου, ὡς «ὁ παθὼν ταῦτα καὶ μαθὼν [τὰ θεῖα] τὴν ἡσυχίαν τε καὶ θεωρίαν περιβόητος».
Σ᾿ αὐτὸν παραπέμπει ὁ μεγάλος Ρῶσος ῾Ησυχαστὴς Νεῖλος Σόρσκυ, ὁ ῞Αγιος Νικόδημος, ποὺ τὸν ἀποκαλεῖ «θεοφόρο φιλόσοφο», ὁ π. ᾿Ιουστῖνος Πόποβιτς[16], ποὺ τὸν ὀνομάζει «ἅγιο φιλόσοφο» καὶ «μεγάλο ἀσκητὴ» καὶ ὁ Γέροντας ῾Ιερώνυμος τῆς Αἰγίνης, ποὺ προτρέπει νὰ βγεῖ κανεὶς στὴ ζητιανιά, γιὰ νὰ ἀγοράσει τὸ βιβλίο του.
῾Ο Γέροντας Παΐσιος ἔλεγε: «῍Αν πήγαινε κανεὶς στὸ Ψυχιατρεῖο καὶ διάβαζε στοὺς ἀσθενεῖς τὸν᾿Αββᾶ ᾿Ισαάκ, θὰ γίνονταν καλὰ ὅσοι πιστεύουν στὸν Θεό, γιατὶ θὰ γνώριζαν τὸ βαθύτερο νόημα τῆς ζωῆς».
Στὶς ἐπιστολές του ὁ Γέροντας (ἐνν. ὁ Γέροντας Παΐσιος) γράφει: «Πολὺ βοηθᾶ ἡ μελέτη στὰ ᾿Ασκητικὰ τοῦ ᾿Αββᾶ ᾿Ισαάκ, διότι καὶ τὸ βαθύτερο νόημα τῆς ζωῆς δίνει νὰ καταλάβει κανεὶς καὶ κάθε εἴδους μικρὸ ἢ μεγάλο κόμπλεξ καὶ ἐὰν ἔχει ὁ ἄνθρωπος, ποὺ πιστεύει στὸ Θεό, τὸν βοηθάει γιὰ νὰ τὸ διώξη».
Στὸ Βίο τέλος, τοῦ Γέροντος διαβάζουμε: «Στὸ βιβλίο [τῶν ᾿Ασκητικῶν τοῦ ῾Αγίου ᾿Ισαάκ], ποὺ διάβαζε κάτω ἀπὸ τὴν εἰκόνα τοῦ ῾Αγίου, ποὺ κρατᾶ στὸ χέρι του ἕνα φτερὸ καὶ γράφει, σημείωσε: ῾῾᾿Αββᾶ μου, δός μου τὴν πέννα σου νὰ ὑπογραμμίσω ὁλόκληρο τὸ βιβλίο σου᾿᾿...».
῾Ο Γέρων Πορφύριος ἔλεγε: «Στενοχωριέται ὁ ᾿Αββᾶς ᾿Ισαάκ, ποὺ ἀναγκάζεται νὰ πεῖ τὰ μυστήρια καὶ τὰ βαθιὰ βιώματα τῆς καρδιᾶς του, ὁρμώμενος ἀπὸ ἀγάπη καὶ μόνο. Νὰ πῶς τὸ λέει: ῾῾῎Εγινα μωρός• δὲν ὑποφέρω νὰ φυλάξω τὸ μυστήριον ἐν σιωπῇ, ἀλλὰ γίνομαι ἀνόητος διὰ τὴν ὠφέλειαν τῶν ἀδελφῶν...᾿᾿. Κι ἐγὼ ὁ καημένος ἀπ᾿ τὴν ἀγάπη μου σᾶς λέω μερικὰ ἀπ᾿ ὅσα μοῦ ἀποκαλύπτει ὁ Θεός».
᾿Απὸ ὅλες αὐτὲς τὶς μαρτυρίες τῶν ῾Αγίων Πατέρων καὶ συγχρόνων Γερόντων γίνεται ἐμφανὴς ἡ καθολικὴ ἀποδοχὴ τῆς ἁγιότητος τοῦ ᾿Αββᾶ ᾿Ισαὰκ καὶ τῶν ἁγίων συγγραμμάτων του, ἡ ὀρθοδοξία του καὶ ἡ γνησιότητα τῶν ἁγιοπνευματικῶν ἐμπειριῶν του»[17].
Ὑπάρχει καί μία ἀκόμη σοβαρή ἔνσταση γιά τόν Ἀββᾶ Ἰσαάκ: «Ὁ βασικὸς λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο ὁ Ἀββᾶς Ἰσαὰκ δὲν ἔχει περιληφθεῖ στὸἉγιολόγιο τῆς Ὀρθοδόξης Ἐκκλησίας», γράφει ὁ Ἰωάννης Τάτσης[18], «εἶναι ὅτι προῆλθε ἀπὸ τοὺς κόλπους τῆς Νεστοριανικὴς Ἐκκλησίας.Ἐπίσκοπος χειροτονήθηκε ἀπὸ τὸν καθολικὸ τῆς Νεστοριανῆς Ἐκκλησίας Γεώργιο (600-680)»[19].
Εἶναι ὅμως πράγματι ἔτσι;
Γράφει ὁ π. Ἰωάννης Φωτόπουλος μέ ἀφορμή τήν ἔκδοση τοῦ βιβλίου τοῦ Ἐπισκόπου Ἱλαρίωνος Ἀλφέγιεφ: «Ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σύρος. Ὁ πνευματικός του κόσμος»[20] τά ἑξῆς: « Οἱ δυτικοὶ ἐρευνητὲς μελέτησαν τὸ νεστοριανὸ «Βιβλίο τῆς ἁγνότητος», ὅπου γίνεται λόγος γιὰ κάποιον ᾿Ισαάκ, ποὺ γεννήθηκε στὸ Beit Qatraye, στὸ Κατὰρ τῆς ᾿Αραβίας στὴν δυτικὴ ἀκτὴ τοῦ Περσικοῦ Κόλπου καὶ χειροτονήθηκε ἀπὸ τὸν νεστοριανὸ Givargis, περίπου τὸ 660, ἐπίσκοπος Νινευΐ. Μετὰ πέντε μῆνες παραιτήθηκε γιὰ ἄγνωστο λόγο καὶ ἀσκήτεψε στὸ ὄρος Matout. Μετὰ πῆγε στὴν Μονὴ Shabur, ὅπου πέθανε τυφλὸς ἀπὸ τὸ πολὺ διάβασμα. ῎Εγραψε καὶ κάποια βιβλία γιὰ τὴν ἀναχωρητικὴ ζωή.
Μετὰ ἀπὸ αὐτὴ τὴν... φοβερὴ «ἀνακάλυψη», οἱ ἐρευνητὲς κατέληξαν ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ ᾿Αββᾶς ᾿Ισαὰκ ποὺ γνωρίζουμε! Μὲ πολὺ μεγάλη εὐκολία ὁ ᾿Αλφέγιεφ περιφρονεῖ ὅλα τὰ ὑπάρχοντα στοιχεῖα τοῦ ὀρθοδόξου Βίου του: α) τὸν τόπο καταγωγῆς, ποὺ εἶναι ἡ Νινευῒ ἢ ἡ ῎Εδεσσα τῆς Μεσοποταμίας καὶ ὄχι τὸ Κατάρ, β) τὸν χρόνο γεννήσεως, ὁ ὁποῖος ὑπολογίζεται νὰ εἶναι 100 χρόνια ἐνωρίτερα, γ) τὴν διήγηση γιὰ τὴν αἰτία παραιτήσεώς του, τὴν ὁποία ἀποκαλεῖ «θρῦλο» καὶ τὴν ἄμεση ἀναχώρησή του καὶ ὄχι μετὰ πέντε μῆνες, δ) τὸν τόπο τῆς ἀσκήσεώς του σὲ σκήτη καὶ ὄχι στὸ Μοναστήρι Σαμπούρ• πλάθει μύθους γιὰ τοὺς λόγους χειροτονίας καὶ παραιτήσεως ἀπὸ τὸ ἐπισκοπικὸ ἀξίωμα.῾Ο νεστοριανὸς ἱστορικὸς (;) εἶναι, γιὰ τὸν ᾿Αλφέγιεφ, πλήρως ἀξιόπιστος, ἐνῷ οἱ πληροφορίες τῶν ᾿Ορθοδόξων παραθεωροῦνται τελείως.
Πάντως, ἀπὸ τὴν σύγκριση τῶν δύο Βίων, γίνεται φανερὸ ὅτι συμβαίνει ἕνα ἀπὸ τὰ δύο: ἢ ὁ ὑπὸ τῆς νεστοριανῆς ἱστορικῆς πηγῆς ἀναφερόμενος ᾿Ισαὰκ εἶναι ἄλλο πρόσωπο, διάφορο τοῦ ῾Οσίου, ἢ οἱ πληροφορίες τοῦ ἱστορικοῦ (;), ποὺ γράφει δύο αἰῶνες μετὰ τὴν ἑλληνικὴ μετάφραση τοῦ Βίου[21], εἶναι συγκεχυμένες ἢ παραποιημένες. Τὸ γεγονός, ὅτι στὴν περιοχὴ τῆς Συρίας - Μεσοποταμίας - Περσίας ἦταν διαδεδομένος ὁ Νεστοριανισμός, δὲν σημαίνει πὼς ἐκεῖ δὲν ὑπῆρχαν ᾿Ορθόδοξοι καὶ πὼς ὁ ᾿Αββᾶς ᾿Ισαὰκ ᾿Επίσκοπος Νινευῒ ταυτίζεται μὲ τὸν ἀναφερόμενο ἀπὸ τοὺς Νεστοριανοὺς ᾿Ισαὰκ καὶ ὅτι δὲν εἶναι ᾿Ορθόδοξος.
Βαρύνουσα εἶναι ἡ θέση τοῦ Γέροντος Παϊσίου ὁ ὁποῖος «λυπημένος πολὺ καὶ προσευχόμενος, ἔλαβε ἄνωθεν πληροφορία περὶ τῆς᾿Ορθοδοξίας τοῦ ῾Αγίου»[22].
Βέβαια, ἀπὸ παλαιὰ δημιουργοῦνταν προβλήματα ταυτίσεως ᾿Ορθοδόξων Πατέρων μὲ αἱρετικούς.῾Ο ῞Αγιος Νικόδημος ὁ ῾Αγιορείτης γράφει γιὰ τὸν ῞Αγιο Βαρσανούφιο κυρίως, ἀλλὰ καὶ γιὰ ἄλλους ῾Αγίους, ποὺ κάποιοι τοὺς ταύτιζαν μὲ ὁμωνύμους τους αἱρετικούς: «...δύο ἐστάθησαν Βαρσανούφιοι, ἕνας ὁ παρὼν ῞Αγιος καὶ ὀρθοδοξότατος πατήρ, καὶ ἄλλος αἱρετικός, ἐκ τῆς αἱρέσεως τῶν μονοφυσιτῶν. ῞Οτι δὲ ὁ θεῖος οὗτος Βαρσανούφιος... ἦτον ὀρθοδοξότατος καὶ ἐδέχετο αὐτὸν ἡ τοῦ Χριστοῦ ᾿Εκκλησία ὡς ῞Αγιον, ἐβεβαίωσε καὶ ὁ ῞Αγιος Πατριάρχης Ταράσιος... Βεβαιοῖ δὲ καὶ ὁ... Θεόδωρος ὁ Στουδίτης ἐν τῇ αὐτοῦ Διαθήκη [γράφων]• Προσέτι... ἀποδέχομαι... καὶ πάντων τῶν θεσπεσίων Πατέρων, Διδασκάλων τε καὶ ᾿Ασκητῶν τοὺς βίους τε καὶ τὰ συγγράμματα. Τοῦτο δὲ λέγω διὰ τὸν φρενοβλαβῆ Πάμφιλον, τὸν ἀπὸ ᾿Ανατολῆς φοιτήσαντα καὶ τούς δε τοὺς ῾Οσίους διαβαλόντα• λέγω δή, Μᾶρκον, ῾Ησαΐαν, Βαρσανούφιον, Δωρόθεόν τε καὶ ῾Ησύχιον».
῎Ετσι, τὸ κριτήριο ᾿Ορθοδοξίας τῶν ῾Αγίων εἶναι ἡ μαρτυρία τῶν μετ᾿ αὐτοὺς ῾Αγίων Πατέρων. Σήμερα πιθανὸν πολλοὶ ἐρευνητὲς θὰ ταύτιζαν τοὺς δύο Βαρσανουφίους, ἀκολουθώντας τὸν «φρενοβλαβῆ» Πάμφιλο.
῎Εχουμε καὶ ἕνα ἀρκετὰ πρόσφατο παράδειγμα. ῾Ο γνωστὸς ὀρθόδοξος θεολόγος John Meyendorff ἐπέμενε νὰ χαρακτηρίζει τὸν ῞Αγιο Σάββα τὸν Βατοπεδινὸ ἀντι-Ησυχαστὴ καὶ ἀντι-Παλαμίτη, ταυτίζοντας αὐτὸν ἐσφαλμένα μὲ κάποιον ἀντι-Ησυχαστὴ ὀνόματι Σάββα Λογαρᾶ, μέχρις ὅτου σὲ χειρόγραφο τῆς ῾Ιερᾶς Μονῆς Μεγίστης Λαύρας ἀποκαλύφθηκε ἀπὸ τὸν καθηγητὴ Δ. Τσάμη, ὅτι τὸ ἐπώνυμο τοῦ ῾Αγίου ἦταν Τζῖσκος!
Στ᾿ ἀλήθεια, χρειαζόταν ἄραγε αὐτὴ ἡ ἐπιστημονικὴ μαρτυρία,γιὰ νὰ πεισθοῦμε περὶ τῆς ἁγιότητος τοῦ ῾Οσίου Σάββα τοῦ Βατοπεδινοῦ, ὅταν ἔχουμε τὴν κατὰ Χριστὸν ἐπιστήμη, δηλαδὴ τὸ θαυμαστὸ Βίο του καὶ τὴν μαρτυρία τοῦ ῾Αγίου Φιλοθέου;» καταλήγει ὁλοκληρώνοντας τήν τεκμηριωμένη θέση του ὁ π. Ἰωάννης Φωτόπουλος[23].
Ἡ ὀρθοδοξότητα τοῦ Ἀββᾶ Ἰσαάκ διατρανώνεται καί ἀπό ἄλλους ἐπιστήμονες. Γράφει ὁ Ἰωάννης Τάτσης παραπέμποντας στόν π. Θεόδωρο Ζήση: «Ὅπως σημειώνει ὁ καθηγητὴς π. Θεοδωρος Ζήσης σὲ σχετικὸ ἄρθρο του στὸν 1ο τόμο τῆς Ἐπετηρίδος τοῦ Τμήματος Ποιμαντικὴς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τῆς Θεσσαλονίκης «φαίνεται ὅτι (ἐνν. ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ) μὲ τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ διεφυλάχθη καθαρὸς ἀπὸ τὴν νεστοριανὴν αἵρεσιν, ὅπως τοῦτο συνάγεται ἐκ τῆς ἀναγνώσεως τῶν ἔργων του. Εἰς αὐτὰ ἀποκαλεῖ τὴν Παναγίαν Θεοτόκον. Ἀναφερόμενος δὲ εἰς τὴν ἐνανθρώπησιν ὁμιλεῖ ὀρθοδόξως καὶ δὲν νεστοριανίζει»[24]. Ἡ ὀρθοδοξότητα τοῦ Ἀββᾶ Ἰσαὰκ», συνεχίζει ὁ Ἰωάννης Τάτσης, «συνάγεται καὶ ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ νεστοριανὴ Ἐκκλησία ἀντιμετώπισε μὲ ἐπιφυλάξῃ τὰ συγγράμματά του, ὁ νεστοριανὸς δὲ ἐπίσκοπος τῆς Garmai Bar Toubanitha Δανιὴλ ἔγραψε ἀναίρεση τῆς διδασκαλίας του[25]. Ἡ διάσωση τοῦ Ἀββᾶ Ἰσαὰκ ἀπὸ τὸ Νεστοριανισμὸ εἶχε σὰνἀποτέλεσμα, νὰ διαδοθοῦν τὰ συγγράμματά του σὲ ὅλο τὸ χριστιανικὸ κόσμο, ἀσκώντας μεγάλη ἐπιδράση ἀφενός καὶ ἀφ΄ ἑτέρου νὰἀναγνωρίζεται ἀπὸ ὅλους σὰν ἅγιος καὶ διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας καὶ μάλιστα ἀπὸ μεγάλους Πατέρες, ὅπως ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁΣιναΐτης, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλάμας καὶ ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης[26]» παρατηρεῖ ὁ Ἰωάννης Τάτσης[27].
Ἔπειτα ἀπ΄ ὅλα αὐτά, εἶναι ποτέ δυνατόν νά δεχθοῦμε ὅτι ὁ ὀρθοδοξότατος Ἀββᾶς Ἰσαάκ καταδέχθηκε νά χειροτονηθεῖ Ἐπίσκοπος ἀπό ἕναν αἱρετικό, ὅπως ἦταν ὁ Νεστοριανός Γεώργιος; Ἄν ἔζησε τόν 7ο αἰῶνα, ὅπως ἰσχυρίζονται οἱ Δυτικοί ἐπιστήμονες, δέν εἶχε μάθει γιά τήν καταδίκη τοῦ Νεστορίου καί τῶν ὁπαδῶν του; Τόσο χαλαρή δογματική συνείδηση εἶχε; Αὐτό καί μόνο νά τό σκεφτοῦμε, ἀπότελεῖ βλασφημία γιά τόν Ἅγιο καθώς καί γιά τό Ἅγιο Πνεῦμα, πού κατοικοῦσε μέσα του.
Λανθασμένα καί ὁ συγγραφέας τῆς ἐργασίας, The ascetical Homilies of Saint Isaac the Syrian, ἀκολουθεῖ τήν γνώμη τῶν ἐπιστημόνων τῆς Δύσης[28]. Στήν Εἰσαγωγή του γράφει ὅτι ἴσως ὁ (κατά τά δικά του γραφόμενα, πολύ μορφωμένος καί χαρισματοῦχος) Ἀββᾶς Ἰσαάκ συγχέει τό Βυζαντινό μέ τό Περσικό ἡμερολόγιο, ὅταν γράφει ὅτι οἱ δαίμονες ἔχουν ἡλικία 6000 ἐτῶν.[29] Λανθασμένα ὁ ἀνωτέρω συγγραφέας ἀκολουθεῖ τό νεστοριανό βιβλίο τῆς Ἁγνότητας καί ταυτίζει τόν Ἀββᾶ Ἰσαάκ τόν Σύρο μέ κάποιον Ἰσαάκ ἐπίσκοπο Νινευί, ὁ ὁποῖος καταγόταν ἀπό τό Κατάρ, χειροτονήθηκε ἀπό Νεστοριανό ἐπίσκοπο (τόν Γεώργιο) καί ἔζησε στά τέλη τοῦ 7ου αἰῶνα. Μάλιστα γιά νά ἑρμηνεύσει τό γεγονός τοῦ πῶς δέχτηκε νά χειροτονηθεῖ, αὐτός ὁ τέλειος ἡσυχαστής, ἐπιστρατεύει τήν ἱστορική μαρτυρία γιά κάποιο σχίσμα στήν τοπική Νεστοριανική Ἐκκλησία, τό ὁποῖο ὁ Γεώργιος προσπάθησε νά θεραπεύσει χρησιμοποιώντας ὡς «μοχλό», τήν χειροτονία τοῦ Ἀββᾶ Ἰσαάκ[30].
Ἄν εἶναι δυνατόν!!! Πῶς ἄραγε μποροῦμε νά δεχθοῦμε τόν Ὀρθοδοξότατο Ἀββᾶ, νά βοηθεῖ ἕναν αἱρετικό ἐπίσκοπο στό νά συμφιλιωθεῖ μέ κάποιους «ἀντάρτες» ἐπισκόπους τῆς αἱρετικῆς Ἐπισκοπῆς του, γιά νά ἐπέλθει ἡ ἑνότητα στήν τοπική αἱρετική ἐκκλησία;!!!
Θά ἄφηνε ποτέ τήν πολυπόθητη ἡσυχία του καί τίς δογματικές διαφορές, πού τόν χώριζαν ἀπό τούς αἱρετικούς, γιά νά χειροτονηθεῖ ἐπίσκοπός τους, ἐνῶ ... κατά βάθος θά παρέμενε ὀρθόδοξος;;; Εἶναι ἀδύνατον νά σκεφτοῦμε γιά ἕναν ὀρθόδοξο ἅγιον ὅτι ἐνήργησε μέ τέτοιον τρόπο, διότι αὐτό συνιστᾶ ἄρνηση τῆς ὀρθοδοξίας του.
Μᾶς λέγουν , ὁ π. Ἱλαρίων καί ὅσοι ὑποστηριζουν ὅτι ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ ἦταν μετριοπαθής νεστοριανός ὅτι ἀνῆκε στήν λεγόμενη Ἐκκλησία τῆς Ἀνατολῆς καί αὐτό εἶναι πρός τιμήν του διότι «ὅπως λέγει[31] «ὁ λόγος τοῦ ἁγίου ᾿Ισαάκ... διέσχισε τοὺς ὁμολογιακοὺς φραγμοὺς» καὶ «τὰ γραπτά του συνεχίζουν νὰ τραβοῦν τὴν προσοχὴ τῶν χριστιανῶν, ποὺ ἀνήκουν σὲ διάφορες παραδόσεις, ἀλλὰ μοιράζονται τὴν κοινὴ πίστη στὸ Χριστό, ποὺ μετέχουν στὴν ἀναζήτηση τῆς σωτηρίας». Αὐτό, βέβαια», παρατηρεῖ ὁ π. Ἰωάννης Φωτόπουλος «εἶναι ἡ μισὴ ἀλήθεια. ῎Οντως ἀναζητοῦν τὴν σωτηρία οἱ ἑτερόδοξοι, ἀλλὰ δὲν μοιράζονται τὴν σωτήρια πίστη τοῦ῾Αγίου ᾿Ισαὰκ καὶ τῆς ᾿Ορθοδόξου ᾿Εκκλησίας, στὴν ῾Οποία ἀνήκει»[32].
Ποιά εἶναι αὐτή ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἀνατολῆς; Εἶναι μία νεστοριανή «ἐκκλησία». Ἀλλ’ αὐτό βεβαίως συνιστᾶ ἐκκλησιολογικό πρόβλημα. Πῶς μπορεῖ νά χαρακτηριστεῖ Ἅγιος κάποιος πού δέν πιστεύει ὀρθά; Εἶναι σαφέστατη ἐκκλησιολογική θέση-πίστη ὅτι μόνο ὅταν ὀρθοδοξεῖ καί ὀρθοπρακτεῖ κάποιος, τότε καί μόνον τότε, φθάνει στήν θέωση δηλ. στήν ἁγιότητα.
Ἄς δοῦμε τί γράφει σχετικά ὁ π. Ἰωάννης: «῾Ο συγγραφέας[33] δὲν ἔχει ἐπίσης πρόβλημα μὲ τὴν νεστοριανὴ «ἐκκλησία τῆς ᾿Ανατολῆς», ἡ ὁποία ἂν καὶ «συνέχισε νὰ μνημονεύει τὸν Θεόδωρο καὶ τὸν Διόδωρο»• ἂν καὶ «συμπεριέλαβε τὸ ὄνομα τοῦ Νεστορίου στὰ δίπτυχα...»• ἂν καὶ «ἀκολουθοῦσε τὴ θεολογικὴ καὶ χριστολογικὴ σκέψη, ποὺ βρισκόταν πιὸ κοντὰ σὲ αὐτὴν τοῦ Νεστορίου» δὲν εἶναι νεστοριανή!!! ...᾿Αλλὰ οὔτε μὲ τὴν ἐκκλησία τῶν ᾿Ιακωβιτῶν ἔχει πρόβλημα ὁ συγγραφέας, ἡ ὁποία «ἀποκαλεῖται ἐπίσης ῾῾μονοφυσιτικὴ᾿᾿ ἀπὸ τοὺς θεολογικοὺς ἀντιπάλους της», ὅπως ἐξ ἄλλου καὶ ἡ «ἐκκλησία τῆς ᾿Ανατολῆς» εἶναι «νεστοριανή», «ὅπως ἰσχυρίζονταν οἱ ἐχθροί της»!!! ῞Ολες αὐτὲς εἶναι ἐκκλησίες. ῾Η διαφορὰ εἶναι ὅτι στὴν μιὰ περίπτωση (᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία) ἔχουμε τὴν «ἑλληνόφωνη βυζαντινὴ παράδοση», στὴν ἄλλη (Νεστοριανοὶ) τὴν «ἀνατολικο-συριακὴ παράδοση» καὶ στὴν τρίτη (Μονοφυσῖτες) «δυτικο-συριακὴ παράδοση».
῎Ετσι ὁ ἐπίσκοπος ᾿Αλφέγιεφ:
• Δημιουργεῖ μιὰ σύγχυση καὶ ἐνσπείρει ἀμφιβολίες περὶ τῆς Μο-
ναδικότητος καὶ τῆς ᾿Αληθείας τῆς ᾿Ορθοδόξου ᾿Εκκλησίας.
• ᾿Εμβάλλει ἀμφιβολίες περὶ τῆς ᾿Αληθείας, ποὺ ἐκφράζεται διὰ
τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων.
• Βάζει, ὡς μὴ ὤφειλε, στὸ στόμα τοῦ ῾Αγίου βλάσφημες κακοδο-
ξίες καὶ κλονίζει τὴν ἐμπιστοσύνη τῶν πιστῶν στὴν Διδασκαλία καὶ
τὴν ῾Αγιότητά του.
• Καὶ τέλος, κατατάσσοντας τὸν ῞Αγιο ᾿Ισαὰκ στοὺς Νεστορια-
νούς, τὸν ἀδικεῖ, ἀκυρώνει τὴν ᾿Ορθοδοξία του καὶ διαστρέφει τὴν
βασικὴ πίστη τῆς ᾿Εκκλησίας, ὅτι ῞Αγιος εἶναι μόνο ὁ θεωθεὶς καὶ
ὅτι ἡ θέωση εἶναι τὸ τελειότερο δῶρο, ποὺ προσφέρεται μόνο
μέσα στὴν κοινωνία τῆς ᾿Ορθοδόξου ᾿Εκκλησίας»[34].
Ὁ ὑποτιθέμενος Ἀββᾶς Ἰσαάκ Σύρος πού οἱ Δυτικοί (μεταξύ τῶν ὁποίων ὁ Wensinck[35]), ἀλλά καί ὁ συγγραφέας τοῦ ἔργου, Theascetical homilies, τόν ταυτίζουν μέ τόν Ἰσαάκ ἐπίσκοπο Νινευί (πού ζεῖ 100 χρόνια ἀργότερα ἀπό τόν Ἀββᾶ Ἰσαάκ τόν Σύρο), καί ἐγκατέλειψε τήν ἐπισκοπή του[36] πέντε μῆνες μετά τήν χειροτονία του, γιά ἄγνωστο λόγο. Ἀντίθετα σύμφωνα μέ ἀραβικό χειρόγραφο τοῦ Βατικανοῦ[37], ὁ ἅγιος ἀναχώρησε ἀπό τήν ἐπισκοπή του κατά τήν ἴδια ἡμέρα τῆς χειροτονίας του. Αὐτό φαίνεται ἀδικαιολόγητο γιά τούς ὑποστηρικτές τοῦ «Βιβλίου τῆς Ἁγνότητας» καί τῆς ταύτισης τοῦ ἐκεῖ ἀναφερομένου Ἰσαάκ[38] μέ τόν ἅγιο Ἰσαάκ τόν Σύρο. Ἄραγε, ἀναρωτιοῦνται[39], δέν γνώριζε ἐκ τῶν προτέρων ὁ Ἅγιος τί σημαίνει τό νά γίνει Ἐπίσκοπος κάποιος;
Βεβαίως καί γνώριζε ὁ ἅγιος τίς ταλαιπωρίες τοῦ ἐπισκοπικοῦ ἀξιώματος ἐκ τῶν προτέρων[40].
Ὅμως πρέπει νά δεχθοῦμε ὅτι ὁπωσδήποτε πιέστηκε γιά νά δεχθεῖ τήν χειροτονία. Τελικά κάνοντας ὑπακοή στούς ἐκπροσώπους τῆς τοπικῆς ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας τῆς Νινευί, χειροτονήθηκε. Παρόλα αὐτά, ὅταν εἶδε ὅτι τά μέλη τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας, δέν εἶχαν καμμιά διάθεση νά ὑπακούσουν στό Εὐαγγέλιο (ὁπότε οὔτε στόν ἐπίσκοπό τους θά ὑπήκουαν) ἀναχώρησε πάραυτα στήν ἀγαπημένη του ἡσυχία.
Σχετικὰ μὲ τὰ συγγράμματα τοῦ Ἀββᾶ Ἰσαὰκ ὑπάρχουν πολλὲς ἀπόψεις ὡς πρὸς τὸν ἀριθμό, τὴν ποσότητα καὶ τήν μορφή[41]. Τὸμεγαλύτερο πάντως μέρος τῶν συγγραμμάτων αὐτῶν ἀναφέρεται στή μοναχικὴ ζωή, εἶναι χωρισμένο σὲ λόγους, πού ποικίλλουν ὡς πρὸς τὸν ἀριθμὸ ἀπὸ κώδικα σὲ κώδικα, καὶ διασῴζεται σὲ πολλὰ χειρόγραφα. Τὸ ἑλληνικὸ κείμενο τῶν λόγων τοῦ Ἀββᾶ Ἰσαὰκ πούκυκλοφορεῖ στηρίζεται στή μεταφράση ἀπὸ τὰ συριακὰ πού ἔγινε τὸν 9ο αἰῶνα στὴν ἑλληνόφωνη μονὴ τοῦ ἁγίου Σάββα τῆς Παλαιστίνηςἀπὸ τοὺς μοναχοὺς Πατρίκιο καὶ Ἀβράμιο»[42]. Σχετικά μέ τά συγγράμματα πού ἀποδίδονται στόν Ἀββᾶ Ἰσαάκ πρέπει νά προσεχθοῦν αὐτά πού σημειώνει ὁ π. Ἰωάννης Φωτόπουλος στήν μνημονευθεῖσα ἐργασία του: «Μετά τὴν ψευδοανακάλυψη, ὅτι ὁ ῞Αγιος ᾿Ισαὰκ ἦταν Νεστοριανός, ἀκολούθησε καὶ ἄλλη «ἀνακάλυψη».
Κάποιος Dr. Sebastian Brock ἀνακάλυψε τὸ 1983 σὲ βιβλιοθήκη τῆς ᾿Οξφόρδης ἕνα χειρόγραφο τοῦ Ιʹ ἢ ΙΑʹ αἰ., ποὺ περιεῖχε στὴν Συριακὴ γλῶσσα μιὰ συλλογὴ ᾿Ασκητικῶν Λόγων (ΜΑʹ Κεφάλαια) στὸ ὄνομα ᾿Ισαὰκ τῆς Νινευΐ. Τοὺς περισσότερους Λόγους ἐξέδωσε ὁ Brock σὲ ἀγγλικὴ μετάφραση τὸ 1995. ῾Υποτίθεται ὅτι αὐτὰ εἶναι κείμενα γνήσια τοῦ ᾿Αββᾶ᾿Ισαάκ.῞Ομως, ὅπως ὁμολογεῖ ὁ Ἐπίσκοπος ᾿Αλφέγιεφ, αὐτὴ ἡ συλλογὴ «δὲν μεταφράσθηκε στὴν ῾Ελληνικὴ καὶ δὲν γνώρισε τὴ διάδοση τῆς πρώτης». Γιατί ἄραγε; ῾Υπῆρχε λόγος;
Μάλιστα, ὑπάρχουν δύο λόγοι σοβαρότατοι.
α) Διότι, κατὰ τὴν ᾿Ορθόδοξη Παράδοση, τὰ κείμενα αὐτὰ δὲν ἀνήκουν στὸν ῞Οσιο ᾿Ισαάκ[43]. Πουθενὰ ἀπὸ ὀρθοδόξου πλευρᾶς δὲν γίνεται μνεία γιὰ τὰ κείμενα αὐτά. ῍Αν κάποιος περιφρονήσει τὴν ἀξία, ποὺ ἔχει ἡ σιωπὴ τῶν ᾿Ορθοδόξων γιὰ τὰ κείμενα αὐτά, πέφτει ἀμέσως στὴν δίνη τῆς δυτικῆς «ἐπιστημονικῆς» συγχύσεως.
Νὰ μία μικρὴ γεύση της: Πολλοὶ δυτικοὶ μελετητὲς παρατηροῦν ὅτι τὴν περίοδο αὐτὴ στὴν περιοχὴ Συρίας - Μεσοποταμίας ὑπάρχουν πολλοὶ συγγραφεῖς μὲ τὸ ὄνομα ᾿Ισαάκ, ὅπως εἶναι ὁ ᾿Ισαὰκ ᾿Αντιοχείας, οἱ μονοφυσίτες ᾿Ισαὰκ τῆς ᾿Αμίδας καὶ ᾿Ισαὰκ ᾿Εδέσσης καὶ κάποιος ᾿Ορθόδοξος ᾿Ισαὰκ ἀπὸ τὴν ῎Εδεσσα, ὁ ὁποῖος κατ᾿ ἄλλους εἶναι Νεστοριανός. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ δημιουργεῖ στοὺς ἐρευνητὲς ἀμφιβολίες ὡς πρὸς τὴν πατρότητα τῶν κειμένων, ποὺ φέρουν τὸ ὄνομα τοῦ ᾿Ισαὰκ τῆς Νινευΐ.
᾿Αλλὰ καὶ ὁ Ἐπίσκοπος ᾿Αλφέγιεφ διατελεῖ ἐν συγχύσει, προσπαθώντας νὰ ξεκαθαρίσει τὰ κείμενα. ᾿Ιδοὺ τὶ γράφει: «῾Ο Bedjan δίνει μερικὰ ἀποσπάσματα..., ἀλλὰ αὐτὰ τὰ κείμενα ἀνήκουν στὴν πραγματικότητα στὸν Dadisho ἀπὸ τὸ Κατάρ... ἐπίσης ἀναφέρει τὴν Βίβλο τῆς Χάριτος, ποὺ ἀποδίδεται στὸν ᾿Ισαάκ.῾Ο D. Miller ὑποστηρίζει πὼς... ἀνήκει στὴν πέννα τοῦ Συμεὼν d-Taibutheh». ᾿Ακόμα καὶ ἀπὸ τὰ γνήσια κείμενα τοῦ ῾Αγίου ὁρισμένα τὰ ἀποδίδει ὁ ᾿Αλφέγιεφ σὲ αἱρετικούς. Πλήρης καὶ καθολικὴ σύγχυση! Γιὰ μᾶς τοὺς ᾿Ορθοδόξους, βέβαια, οἱ ὁποῖοι ἐμπιστευόμαστε τὴν Παράδοση, τὰ πράγματα εἶναι ἁπλᾶ: δὲν δεχόμεθα, δὲν παραλαμβάνουμε «ἀλλαχόθεν», δηλαδὴ ὑπὸ τῶν κλεπτῶν καὶ ληστῶν τῆς σωτηρίας μας αἱρετικῶν ὅ,τι δὲν μᾶς παραδίδει ἡ ῾Αγία ᾿Ορθόδοξος ᾿Εκκλησία διὰ τῶν ῾Αγίων Πατέρων.
Παρὰ ταῦτα, ἄς δοῦμε καὶ τὸν δεύτερο, οὐσιαστικὸ λόγο ἀπορρίψεως τῶν κειμένων αὐτῶν.
β) Διότι σὲ πολλὰ σημεῖα τὰ κείμενα αὐτὰ γέμουν κακοδοξιῶν καὶ παραπέμπουν σὲ αἱρετικούς.
1) ᾿Απὸ τὰ κείμενα, ἀποσπάσματα τῶν ὁποίων παραθέτει ὁ ᾿Αλφέγιεφ, γίνεται φανερὸ ὅτι ὁ συγγραφεὺς ψευδο-᾿Ισαὰκ εἶναι Νεστοριανός.
᾿Ιδοὺ ἀποσπάσματα:
I) Δοξάζω τὴ θεία Σου Φύση Κύριε, ἐπειδὴ ἔκανες τὴ φύση μου... τόπο ὅπου μπορεῖς νὰ κατοικήσεις καὶ ναὸ ἅγιο γιὰ τὴ Θεότητά Σου, δηλαδὴ γιὰ ᾿Εκεῖνον, ποὺ κρατᾶ τὰ σκῆπτρα τῆς Βασιλείας σου... τὸ ἔνδοξο σκήνωμα τῆς αἰώνιας ῞Υπαρξής Σου... τὸν ᾿Ιησοῦ Χριστό...
᾿Εδῶ βλέπουμε νὰ διαχωρίζεται ἡ Θεία φύση ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη• ὁ ᾿Ιησοῦς Χριστὸς εἶναι ἕνας ἄνθρωπος, ποὺ εἶναι ἁπλῶς «ναὸς» καὶ «ἔνδοξο σκήνωμα τῆς Θεότητος». Πρόκειται γιὰ τὴν νεστοριανὴ πλάνη.
II) Δὲν διστάζουμε νὰ ἀποκαλοῦμε τὴν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Κυρίου μας -καὶ εἶναι ὄντως ἀληθινὸς ἄνθρωπος- «Θεὸ» καὶ «Δημιουργὸ» καὶ «Κύριο»... Εἶπε ἀκόμα καὶ στοὺς ᾿Αγγέλους νὰ τὸν λατρεύουν... Παραχώρησε σ᾿ Αὐτὸν νὰ λατρεύεται ἀδιάκριτα μαζὶ μὲ ᾿Εκεῖνον, μὲ μιὰ ἑνιαία πράξη λατρείας γιὰ τὸν ῎Ανθρωπο, ποὺ ἔγινε Κύριος καὶ γιὰ τὴ Θεότητα ἐξίσου. Κι ἐδῶ βλέπουμε δύο χωριστὰ πρόσωπα: «᾿Εκεῖνον» καὶ «Αὐτὸν» [ἄλλον καὶ ἄλλον], τὸν «῎Ανθρωπο» μὲ κεφαλαῖο Α καὶ τὴν «Θεότητα», στοὺς ὁποίους ἀπονέμεται ἡ ἴδια τιμή! Γιὰ τὸν λόγο αὐτό, ὁ ἱερὸς Δαμασκηνὸς ἀποκαλοῦσε τὸν Νεστόριο «ὀλεθριώτατον ἀνθρωπολάτρην», ἀφοῦ θεωρώντας τὸν Χριστὸ ἄνθρωπο, ἔστω καὶ μὲ κεφαλαῖο Α, τὸν λατρεύει ὡς Θεό.
2) Τὰ κείμενα παραπέμπουν σὲ αἱρεσιάρχες καὶ τοὺς ἐπαινοῦν.
Γιὰ νὰ γίνουμε ἀντιληπτοί, κρίνουμε ἀπαραίτητο νὰ ποῦμε περισσότερα γιὰ τὸν Νεστόριο καὶ τοὺς ὁμόφρονές του.῾Ο Νεστόριος, πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (†450/1), πίστευε ὅτι στὸν Χριστὸ ὑπάρχουν ὄχι μόνον δύο φύσεις, ἀλλὰ καὶ δύο πρόσωπα. Δὲν μποροῦσε μὲ τὴν ἐπηρμένη λογική του νὰ δεχθεῖ τὴν ἑνότητα τῶν δύο φύσεων στὸ [ἕνα] Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, τὴν πρόσληψη τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως εἰς τὴν ῾Υπόστασιν τοῦ Θεοῦ Λόγου, ποὺ εἶναι καὶ ἡ προϋπόθεση τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου. Γι᾿ αὐτὴ κυρίως τὴν πλάνη καὶ ἀναθεματίσθηκε ὡς αἱρετικὸς ἀπὸ τὴν Γʹ ἐν ᾿Εφέσῳ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο (431). ᾿Αλλὰ ἡ πλάνη αὐτὴ εἶχε ξεκινήσει ἀπὸ τὸν διδάσκαλο τοῦ Νεστορίου, τὸν Θεόδωρο ἐπίσκοπο Μοψουεστίας (392-428) καὶ ἀπὸ τὸν Διόδωρο Ταρσοῦ (†392), διδάσκαλο τοῦ Θεοδώρου. ῾Ο Θεόδωρος ὁμιλεῖ γιὰ «συνάφειαν», δηλαδὴ ἕνωσιν δύο ἐντελῶς χωριστῶν ὄντων «κατὰ ἐπαφήν»• πίστευε ἐπίσης, ὅτι «πρὸ τῆς ᾿Αναστάσεως ὁ Χριστὸς ἠδύνατο νὰ ἁμαρτήση καὶ νὰ αἰχμαλωτισθῆ ἀπὸ ρυπαροὺς λογισμούς». Γιὰ τὶς πλάνες του, μετὰ θάνατον, καταδικάσθηκε ἀπὸ τὴν Εʹ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο (553 μ.Χ.).
Διαβάζουμε στὰ Πρακτικά: «῞Οταν, λοιπόν, ἐφέραμεν εἰς τὸ μέσον τὰς κατεσπαρμένας εἰς τὰ βιβλία του [τοῦ Θεοδώρου] βλασφημίας, ἐθαυμάσαμεν εἰς αὐτὰς τὴν μακροθυμίαν τοῦ Θεοῦ πῶς δὲν ἐκάη αὐτοστιγμεὶ ἀπὸ τὸ θεῖον πῦρ ἡ γλῶσσα του καὶ ὁ νοῦς του, ποὺ ἐξήμεσαν τοιαῦτα πράγματα... Οὔτε οἱ δαίμονες δὲν ἐτόλμησαν νὰ εἴπουν ποτὲ τοιαῦτα πράγματα ἐναντίον Σου!» (᾿Απὸ τὸ βιβλίο τοῦ Σεβ. μητροπολίτου Νικοπόλεως κ. Μελετίου: «῾Η Πέμπτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδος»).
῾Ο ῞Αγιος Κύριλλος ᾿Αλεξανδρείας γράφει γιὰ τὸν Θεόδωρο καὶ τὸν Διόδωρο σὲ ἐπιστολή του πρὸς τὸν βασιλέα Θεοδόσιο: «῾Υπῆρξε ἕνας Θεόδωρος καὶ πρὸ αὐτοῦ ἕνας Διόδωρος... Αὐτοὶ ὑπῆρξαν οἱ πατέρες τῆς ἀσεβείας τοῦ Νεστορίου. Καθ᾿ ὅσον εἰς τὰ βιβλία ποὺ συνέθεσαν βλασφημοῦν ὑπέρογκα κατὰ τοῦ πάντων ἡμῶν Σωτῆρος Χριστοῦ».
Καὶ ὅμως, αὐτοὶ οἱ αἱρεσιάρχες στὰ κείμενα τοῦ ψευδο-᾿Ισαὰκ ἀναφέρονται ὡς οἱ μεγαλύτεροι διδάσκαλοι! «῞Οποιος θέλει μπορεῖ νὰ στραφεῖ στὰ γραπτὰ τοῦ Εὐλογημένου ῾Ερμηνευτή», γράφει περὶ τοῦ Θεοδώρου Μοψουεστίας ὁ ψευδο᾿Ισαάκ, «σὲ ἕναν ἄνθρωπο...», ποὺ «τοῦ παραδόθηκαν μὲ ἐμπιστοσύνη τὰ κρυμμένα μυστήρια τῆς ῾Αγίας Γραφῆς... Τὸν δεχόμαστε, μᾶλλον, σὰν ἕναν ἀπὸ τοὺς ἀποστόλους, καὶ ὅποιος ἀντιτάσσεται στοὺς λόγους του... τὸν θεωροῦμε ξένο πρὸς τὴν κοινότητα τῆς᾿Εκκλησίας». Τὸν Διόδωρο Ταρσοῦ ἀποκαλεῖ «μεγάλο διδάσκαλο τῆς᾿Εκκλησίας» καὶ «ἱερὸ Διόδωρο», ἐνῶ καὶ οἱ δύο, Θεόδωρος καὶ Διόδωρος, ἀποκαλοῦνται στύλοι τῆς ᾿Εκκλησίας!
3) Τὰ κείμενα ἐνστερνίζονται τὴν ὠριγενιστικὴ πλάνη τῆς ἀποκαταστάσεως τῶν πάντων. ῾Ο Θεόδωρος Μοψουεστίας καὶ ὁ Διόδωρος, ἀντίθετα ἀπὸ τὴν εὐαγγελικὴ διδασκαλία, δέχονταν τὶς ἰδέες τοῦ ᾿Ωριγένους (185-253/4) περὶ ἀποκαταστάσεως τῶν πάντων, δηλαδὴ τὴν κακοδοξία περὶ τοῦ τέλους τῆς κολάσεως καὶ τῆς εἰσόδου ὅλων στὸν Παράδεισο.
῾Ο ψευδο-᾿Ισαὰκ σ᾿ αὐτοὺς παραπέμπει, γιὰ νὰ θεμελιώσει τὴν κακοδοξία περὶ τοῦ τέλους τῆς Γεέννης. Παραπέμπει στὸν Θεόδωρο, ὁ ὁποῖος γράφει: «...Ποτὲ δὲν θὰ ἔλεγε ὁ Χριστός... ῾῾δαρήσεται πολλὰς᾿᾿ καὶ ῾῾δαρήσεται ὀλίγας᾿᾿, ἂν οἱ ποινές, ποὺ ἀναλογοῦν στὶς ἁμαρτίες μας δὲν ἦταν νὰ λάβουν κάποτε τέλος». Παραπέμπει καὶ στὸν Διόδωρο, ὁ ὁποῖος λέει: «οἱ ραβδισμοί, ποὺ περιμένουν τοὺς κακοὺς δὲν εἶναι αἰώνιοι... μπορεῖ νὰ βασανίζονται ὅπως τοὺς ἀξίζει, γιὰ ἕνα σύντομο μόνο διάστημα... ὅμως, κατόπιν τοὺς περιμένει ἡ εὐτυχία τῆς ἀθανασίας, ποὺ εἶναι παντοτινή».

Μὲ βάση αὐτὲς τὶς αἱρετικὲς διδασκαλίες, ὁ ψευδο-᾿Ισαὰκ κάνει ἕνα ἅλμα βαθύτερο στὴν πλάνη: «Εἶναι ξεκάθαρο πὼς ὁ Θεὸς δὲν ἐγκαταλείπει τοὺς πεπτωκότες, καὶ πὼς δὲν θὰ ἀφήσει τοὺς δαίμονες νὰ παραμείνουν στὴν δαιμονική τους κατάσταση, οὔτε τοὺς ἁμαρτωλοὺς στὶς ἁμαρτίες τους. ᾿Αντιθέτως θὰ τοὺς ὁδηγήσει σ᾿ αὐτὴ τὴν κατάσταση τῆς τέλειας ἀγάπης καὶ τῆς ἀπάθειας τοῦ νοῦ, τὴν ὁποία κατέχουν ἤδη οἱ ἅγιοι ἄγγελοι... ῎Ισως νὰ φθάσουν σὲ μιὰ τελειότητα ἀκόμη μεγαλύτερη καὶ ἀπὸ αὐτὴν τῆς παρούσας ὕπαρξης τῶν ἀγγέλων»! (᾿Ισαὰκ Σύρου, ᾿Ασκητικά, μετάφραση ἀπὸ τὰ Συριακά, ἐκδ. «Θεσβίτης», τ. Β3, σελ. 159-160).
Οἱ δαίμονες νὰ γίνουν ἀνώτεροι ἀπὸ τοὺς ᾿Αγγέλους! ῾Ο ψευδο-᾿Ισαάκ, φαίνεται, βάλθηκε νὰ πραγματοποιήσει τὰ ἀρχέγονα ἀνόητα σχέδια τοῦ ᾿Εωσφόρου, θέτοντας αὐτὸν πάνω ἀπὸ ὅλους»[44]. Ἕνα ἄλλο σημεῖο πού χρήζει προσοχῆς εἶναι τό γεγονός ὅτι τά «νεοανακαλυφθέντα» Ἀσκητικά υἱοθετοῦν τήν καταδικασμένη ἀπό τήν Ἐκκλησία διδασκαλία περί τῆς ἀποκαταστάσεως τῶν πάντων καί τῆς μή αἰωνιότητος τῆς κολάσεως θεμελιώνοντάς την τάχα στήν ἄπειρη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Ὅμως «Εἰδικά ὁ ᾿Αββᾶς ᾿Ισαάκ», παρατηρεῖ ὁ π. Ἰωάννης Φωτόπουλος, «στὰ θεόπνευστα κείμενά του σχετικὰ μὲ τὸ θέμα τῆς ἀγάπης, ὁμιλεῖ περὶ τῆς ἀγάπης τῶν ῾Αγίων πρὸς κάθε πλάσμα, ἀκόμα καὶ πρὸς τοὺς δαίμονες, ἀλλὰ δὲν ἀκυρώνει τὴν διδασκαλία τοῦ Κυρίου μας περὶ αἰωνίου ζωῆς καὶ αἰωνίου κολάσεως: 
«᾿Ηρωτήθη πάλιν... τί δὲ εἶναι καρδία ἐλεήμων; καὶ εἶπε. Καρδία ἐλεήμων εἶναι καῦσις ὑπὲρ πάσης τῆς κτίσεως, ἤγουν ὑπὲρ τῶν ἀνθρώπων, καὶ τῶν ὀρνέων, καὶ τῶν ζώων, καὶ τῶν δαιμόνων, καὶ ὑπὲρ παντὸς κτίσματος, ἐκ τῆς ἐνθυμήσεως καὶ τῆς θεωρίας τῶν ὁποίων ρέουσιν οἱ ὀφθαλμοὶ δάκρυα, καὶ ἐκ τῆς πολλῆς συμπαθείας καὶ ἐλεημοσύνης σμικρύνεται ἡ καρδία τοῦ ἐλεήμονος, καὶ δὲν δύναται νὰ ὑποφέρῃ ἢ νὰ ἴδῃ ἢ ν᾿ ἀκούσῃ βλάβην τινὰ ἢ λυπηρόν τι γινόμενον εἰς τὴν κτίσιν. Καὶ διὰ τοῦτο καὶ ὑπὲρ τῶν ἀλόγων ζώων, καὶ ὑπὲρ τῶν ἐχθρῶν τῆς ἀληθείας, καὶ ὑπὲρ τῶν βλαπτόντων αὐτόν, εὔχεται κατὰ πᾶσαν ὥραν μετὰ δακρύων προσφέρει (;), ὅπως φυλάξῃ αὐτοὺς ὁ Θεὸς καὶ ἐλεήσῃ αὐτούς• ἐπίσης εὔχεται καὶ ὑπὲρ τῶν ἑρπετῶν ὡς ἐκ τῆς πολλῆς αὐτοῦ ἐλεημοσύνης, ἥτις κινεῖται εἰς τὴν καρδίαν αὐτοῦ ἀμέτρως καθ᾿ ὁμοίωσιν τοῦ Θεοῦ». (Μετάφραση Καλλινίκου Παντοκρατορινοῦ).
Παρὰ ταῦτα, ἡ ἀγάπη δὲν ἀναιρεῖ τὴν ἐλεύθερη ἐπιλογὴ τοῦ κολασμένου, τὴν ἐπιλογὴ τῆς ἀποστασίας ἀπὸ τὸ θέλημα καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.
῾Ο ψευδο-᾿Ισαάκ[45], ἀφώτιστος καὶ ἐσκοτισμένος, γιὰ νὰ δικαιολογήσει τὴν πλάνη περὶ ἀποκαταστάσεως τῶν πάντων, γράφει: «Ποιός μπορεῖ νὰ πεῖ ἢ νὰ φανταστεῖ πὼς ἡ ἀγάπη τοῦ Κτίστου δὲν εἶναι ἀνώτερη τῆς Γεέννης;». Τοῦ ἀπαντᾶ ὁ ῞Αγιος ᾿Ισαάκ: «῎Ατοπόν ἐστι λογίζεσθαί τινα, ὅτι οἱ ἁμαρτωλοὶ ἐν τῇ γεέννῃ στεροῦνται τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ», δηλαδὴ «εἶναι ἄτοπο νὰ σκεφθεῖ κάποιος ὅτι οἱ ἁμαρτωλοὶ στὴν γέεννα στεροῦνται τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ». Δὲν ὑπάρχει «τόπος» ἀπ᾿ ὅπου ἀπουσιάζει ἡ αἰωνίως ἐνεργοῦσα ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. ῾Η κόλαση δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὴν διαρκῆ ἄρνηση τῆς προσφερομένης ἀγάπης. ῾Η ἀγάπη γιὰ μὲν τοὺς πιστοὺς γίνεται αἰώνια εὐφροσύνη, γιὰ δὲ τοὺς κολασμένους αἰώνια τιμωρία.
᾿Ιδοὺ πῶς τὰ γράφει αὐτὰ ὁ εὐλογημένος ῞Οσιος ᾿Ισαάκ: «᾿Εγὼ δὲ λέγω, ὅτι οἱ κολαζόμενοι εἰς τὴν γέενναν διὰ τῆς μάστιγος τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ τιμωροῦνται. ῎Ω πόσον πικρὰ ὑπάρχει ἡ τιμωρία τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ! Τουτέστιν ἐκεῖνοι, οἵτινες αἰσθάνονται ὅτι ἔπταισαν εἰς τὴν ἀγάπην τοῦ Θεοῦ, ἔχουσι τὴν μεγαλυτέραν κόλασιν, διότι ἡ λύπη, ἥτις πληγώνει τὴν καρδίαν διὰ τὴν ἁμαρτίαν τὴν γενομένην εἰς τὴν ἀγάπην τοῦ Θεοῦ εἶναι δριμυτέρα πάσης ἄλλης κολάσεως. ῎Ατοπον εἶναι νὰ νομίζῃ τις, ὅτι οἱ ἁμαρτωλοὶ εἰς τὴν κόλασιν στεροῦνται τὴν ἀγάπην τοῦ Θεοῦ• διότι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ... δίδεται κοινῶς εἰς πάντας, ἐνεργεῖ ὅμως διὰ τῆς δυνάμεως τῆς φύσεως αὐτῆς κατὰ δύο τρόπους, τοὺς μὲν ἁμαρτωλοὺς κολάζει, τοὺς δὲ δικαίους εὐφραίνει...».
᾿Αντιλαμβάνεται κανείς, ὅτι ἡ κόλαση δὲν εἶναι τιμωρία ἐκ μέρους τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ συνέπεια τῶν ἐπιλογῶν τοῦ ἀνθρώπου. Καὶ αὐτὸ σεβόμενος ὁ Θεός, χωρὶς νὰ παύσει ποτὲ τὴν προσφορὰ τῆς ἀπείρου ἀγάπης Του, δὲν παρεμβαίνει γιὰ νὰ καταργήσει τὴν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου» καταλήγει ὁλοκληρώνοντας τήν ἑνότητα αὐτή τῆς ἐργασίας του ὁ π. Ἰωάννης Φωτόπουλος[46].
Συνοψίζοντας θά πρέπει νά ποῦμε μόνο τά γνήσια κείμενα τοῦ Ἀββᾶ, αὐτά μόνο ἄς μελετοῦμε, γιά νά κερδίζουμε πνευματικά ἀπό τόν τόσο συκοφαντημένο ἅγιο.
Ὁ π. Παΐσιος «ἄκουσε κάποτε» γράφει ὁ π. Ἰωάννης Φωτόπουλος «αὐτὲς τὶς συκοφαντίες περὶ δῆθεν νεστοριανισμοῦ γιὰ τὸν ῞Αγιο ᾿Ισαάκ. Λυπημένος πολὺ καὶ προσευχόμενος, ἔλαβε ἄνωθεν πληροφορία περὶ τῆς ᾿Ορθοδοξίας τοῦ ῾Αγίου• μετὰ ἀπ᾿ αὐτό, στὸ Μηναῖο τοῦ ᾿Ιανουαρίου στὶς 28, ποὺ ἑορτάζεται ὁ ῞Αγιος ᾿Εφραὶμ ὁ Σύρος, πρόσθεσε τὰ ἑξῆς: «...καὶ᾿Ισαὰκ τοῦ μεγάλου ἡσυχαστοῦ καὶ πολὺ ἀδικημένου». Πάντως», συνεχίζει ὁ π. Ἰωάννης Φωτόπουλος, «ἡ ἀδικία ποὺ γίνεται στὸν ῞Αγιο ᾿Ισαὰκ μὲ τὸ βιβλίο τοῦ ᾿Αλφέγιεφ καὶ ἄλλα παρεμφερῆ βιβλία καὶ δημοσιεύματα, στὴν οὐσία εἶναι ἀδικία ποὺ γίνεται τόσο σὲ κάποιους ᾿Ορθοδόξους, ποὺ βλέπουν τὸν ῞Αγιο μὲ καχυποψία καὶ στεροῦνται ἔτσι τὶς πρεσβεῖες του καὶ τὴν ὠφέλεια ἀπὸ τὴν αὐθεντική του Διδασκαλία, ὅσο καὶ στοὺς ἑτεροδόξους, ποὺ τὸν βλέπουν σὰν ἕνα σοφὸ χριστιανὸ διδάσκαλο, μὲ πολὺ καλὲς συμβουλὲς καὶ ὄχι ὡς τὸν θαυμαστὸ ᾿Ορθόδοξο, ᾿Εκκλησιαστικὸ Διδάσκαλο τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς. Εἰδεμή, ὅσον ἀφορᾶ στὸν ἴδιο τὸν ῞Αγιο..., Αὐτὸς δὲν στερεῖται καθόλου τὴν ἄκτιστη δόξα, μὲ τὴν ὁποία τὸν περιβάλλει ὁ Κύριος στὴν Βασιλεία Του»[47].
Συνεχίζει καί σήμερα ὁ ἅγιος Ἰσαάκ νά διδάσκει τούς χριστιανούς μοναχούς καί λαϊκούς. Μᾶς διδάσκει ὁ ἅγιος πῶς νά ἀποταχθοῦμε τόν κόσμο καί τήν κοσμική ζωή. Ὅσοι εἶναι ἀφιερωμένοι ὁλοκληρωτικά στόν Θεό, ἀλλά καί ὅσοι ζοῦν στίς κοσμικές ἐνορίες θά εὕρουν τόν τρόπο γιά τήν τέλεια νέκρωσή τους ὡς πρός τόν κόσμο. Θά ἀντλήσουν ἐπίσης διδάγματα γιά τό πῶς θά νεκρωθεῖ ὁ κόσμος μέσα τους. Μελετώντας τό βιβλίο οἱ ἀγωνισταί γνωρίζουν τίς δαιμονικές πανουργίες καθώς καί τίς ἐνέργειες-ἀποτελέσματα τῆς Θείας Χάρης.
Εἴθε ὁ Πανοικτίρμων Κύριος διά πρεσβειῶν τῆς Παναχράντου Αὐτοῦ Μητρός τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, τοῦ Ὁσίου Πατρός Ἡμῶν Ἰσαάκ καί Πάντων τῶν Ἁγίων νά εὐλογήσει αὐτήν τήν ταπεινή ἐργασία ὥστε νά ἀποβεῖ πνευματικά ὠφέλιμη γιά ὅλους μας.






________________________________________
[1]Σειρά ΕΠΕ, Φιλοκαλία, Ἀββᾶς Ἰσαάκ ὁ Σύρος, τόμοι 3.
[2] Ὅ.π.
[3] Holy Transfiguration Monastery, The ascetical homilies of saint Isaak the Syrian, Boston, Massachusetts, 1984 (στό ἑξῆς: The ascetical homilies), σελ. 77 τῆς Εἰσαγωγῆς.
[4] Στήν εἰσαγωγή τοῦ The ascetical homilies ἀναφέρεται ὡς πατρίδα του τό Κατάρ.
[5] OCA,Lives of all saints commemorated on January 28,


http://www.oca.org/FSLivesAllSaintsPrint.asp?M=1&D=28.
[6]Ἱσαάκ Σύρου, Ἀσκητικά, ἐπιμέλεια Νικηφόρου Θεοτόκη, ἔκδ. Βασ. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 1977 (στό ἑξῆς: Ἀσκητικά) , σελ. ι΄ τῆς Εἰσαγωγῆς. Ἡ Εἰσαγωγή τῶν Ἀσκητικῶνἔχει τίτλο: Τοῖς Ἐντευξομένοις.
[7]Ἀσκητικά, Λόγος λγ΄, σελ. 144-5.
[8] Ἀσκητικά, σελ. η΄ τῆς Εἰσαγωγῆς.
[9] Ὅ.π. σελ. η΄ τῆς Εἰσαγωγῆς.
[10] Α΄Κορινθ. 2, 15
[11] Βλ. παρακάτω ὅπου γίνεται ἀναφορά σ’ αὐτό.
[12] Τούς ὁποίους ἀναφέρει πιό κάτω καί εἶναι α)τό νά συνάξει κανείς τόν ἑαυτό του σ’ ἕναν τόπο (δηλ. νά ἀποφεύγει τίς μετακινήσεις καί τίς ἀλλαγές) καί β) τό νά νηστεύει πάντοτε.
[13]Αὐτά πού λέγει, ταιριάζουν μέ ὅ,τι γράφει ὁ ἅγιος Ἀπόστολος Παῦλος στήν Β΄ Κορινθ. 12, 11: «γέγονα ἄφρων καυχώμενος, ὑμεῖς με ἠναγκάσατε»
[14]Τὴν ἀκολουθία αὐτὴ ἐξέδωσε ὁ μακαριστὸς Γέροντας Ἰσαὰκ τοῦ κελλίου τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Σωτῆρος, τῆς Καψάλας τοῦ Ἁγίουὅρους, μὲ τίτλο «Ἱερὰ Ἀκολουθία τοῦ ὁσίου καὶ θεοφόρου πατρὸς ἡμῶν Ἰσαὰκ τοῦ Σύρου ἐπισκόπου Νινευΐ». Στή μικρὴ μάλιστα εἰσαγωγὴτῆς ἐκδόσεως σημειώνονται τὰ ἑξῆς ἀναφορικὰ μὲ τὴν ἡμερομηνία ἑορτῆς τοῦ Ἁγίου: «Προηγουμένως οἱ Ἀθωνίτες Πατέρες ἐτίμων τὸν ἅγιον, συνεορτάζοντας τὸν μὲ τὸν ὅσιο Ἐφραὶμ τὸν Σύρο (28 Ἰανουαρίου). ΄ Ἔκτοτε πολλοὶ μᾶς ζήτησαν ἀντίτυπα τῆς ἀνεκδότου ἀκολουθίας του, διὰ νὰ τὸν ἑορτάζουν πανηγυρικῶς (28 Σεπτεμβρίου)». Ἡ ἴδια ἀκολουθία ὑπάρχει καὶ στὸ βιβλίο Ὁ ἐμὸς φιλόσοφος, ἅγιος Ἰσαὰκ ὁ Σύρος, τοῦ Π. Μ.Σωτήρχου, σσ. 159 - 186.
[15]Δ. Καλλιντέρη, Πάθη καὶ Ἀπάθεια, σ. 18.
[16]᾿Αρχιμανδρίτου ᾿Ιουστίνου Πόποβιτς, «῾Η Γνωσιολογία τοῦ ῾Αγίου ᾿Ισαὰκ
τοῦ Σύρου», περιοδ. «Θεολογία», τ. ΛΗʹ, 1967 καὶ ἀνάτυπον: ᾿Αθῆναι 1967, σελίδες
44 (ἡ ἐργασία εἶχε γραφῆ τὸ 1924 καὶ μέχρι τοῦ 1967 ἦταν ἀνέκδοτος)• βλ. τοῦ
Αὐτοῦ, ῾Οδὸς Θεογνωσίας, ἐκδόσεις «Γρηγόρη», ᾿Αθήνα 1985, σελ. 177-244 (ἡ
αὐτὴ ἐργασία σὲ νεοελληνικὴ ἀπόδοσι, φέρουσα ὅμως ὡς ἔτος συγγραφῆς τὸ
1927).
Πηγή τῆς παρούσης σημείωσης:
http://www.synodinresistance.org/Theology_el/3d5088AbbaIsaak.pdf
[17]Πρωτοπρεσβυτέρου Φωτόπουλου Ἰωάννου, Ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ ὁ Σύρος, ἕνας ἀδικημένος Ἅγιος, ᾿Εφημερ. «᾿Ορθόδοξος Τύπος», ἀριθ. 1659/6.10.2006, σελ. 1 καὶ 2• ἀριθ. 1660/13.10.2006, σελ. 1• ἀριθ. 1661/20.10.2006, σελ. 1 καὶ 2• ἀριθ. 1662/27.10.2006, σελ.
1 καὶ 2. (Στό ἑξῆς Ἕνας ἀδικημένος Ἅγιος).
[18]Τάτση Ἰωάννου, θεολόγου, Βίος καί ἔργα τοῦ Ἀββᾶ Ἰσαάκ τοῦ Σύρου στό: http://isaakosyros.blogspot.com/search/label/Ο%20Βίος%20του%20Αββά%20Ισαάκ
[19] Ὅ.π.
[20] Ἐπισκόπου Ἱλαρίωνος Ἀλφέγιεφ, Ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σύρος. Ὁ πνευματικός του κόσμος, Ἐκδόσεις Ἀκρίτας, Ἀθήνα 2005, σελ. 390.
[21] Σημ. δική μας: Ἡ μετάφραση ἔγινε τόν 9ο αἰώνα.
[22]Ἕνας ἀδικημένος Ἅγιος.
[23]Ὅ.π.
[24]Πρωτ. Θ. Ζήση, Ἀββᾶς Ἰσαάκ, ἀνατύπον, σ. 51. Δ. Καλλιντέρη, αὐτόθι , σ. 19, σημ. 9 :Ὁ I. Hausherr μελετῶντας τὴν ἐπιδράση τῶνἔργων τοῦ Ἀββᾶ Ἰσαὰκ στῇ Ῥωσία, συμπεραίνει ὅτι γιὰ τοὺς Ῥώσους «Ἰσαὰκ ὁ Σύρος εἶναι ὁ μεγαλύτερος τῶν μυστικῶν, ὁ βαθύτερος τῶν φιλοσόφων, ὁ καθολικὸς διδάσκαλος, περισσότερο παντὸς ἄλλου σύγχρονος καὶ ὅσον οἱ ἄλλοι ὀρθόδοξος», «Dogme et Spiritualite Orientale», RAM 23 (1974) 18 - 19, παρὰ πρωτ. Θ. Ζήση, Ἀββᾶς Ἰσαὰκ , ἀνατύπον, σ. 70 σημ. 66.
[25]Elie Khalife - Hachen, «Isaak de Ninive», DS 7, 2051. Πρβλ. Baumstark A. , Geschichte der Syrischen Literatur, Bonn 1922, σ. 223.
[26]Πρβλ. πρωτ. Θ. Ζήση, Ἀββᾶς Ἰσαάκ, ἀνατύπον καὶ Papin Ταὐτόν., «Isaak von Ninive», LThK 5, 775. Πρβλ. Π. Μ. Σωτήρχου, Ὁ ἐμὸς φιλόσοφος, σ. 16. Ἀναφέρουμε ἐνδεικτικὰ μόνο κάποια χωρία ἀπὸ τὰ ἔργα τῶν δύο πρώτων Πατέρων, στὰ ὁποία γίνεται ἀμέση ἀναφορὰστὸ προσωπο καὶ τῇ διδασκαλίᾳ τοῦ Ἀββᾶ Ἰσαάκ: Στὴν Φιλοκαλία τῶν ἱερῶν νηπτικὼν καὶ στὸ λόγο Περὶ ἡσυχίας καὶ περὶ τῶν δύο τρόπων τῆς προσευχῆς, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Σιναΐτης τρεῖς φορὲς ἀναφέρεται στὸ ἅγιο Ἰσαὰκ (σσ. 73-74 καὶ 76-77). Ἐπίσης ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁΠαλάμας στὸν Ζ΄ Ἀντιρρητικὸ λόγο, Πρὸς Ἀκίνδυνον, χρησιμοποιεῖ τὴν περὶ φωτισμοῦ καὶ καθαρᾶς προσευχῆς διδασκαλία τοῦ Σύρουἀσκητῆ (Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ἔργα, τ.6, ΕΠΕ, Θεσσαλονίκη 1987). Τὸν Ἀββᾶ Ἰσαὰκ φαίνεται πώς ἀκολούθησαν καὶ πολλοὶ σύγχρονοι Γέροντες τοῦ αἰῶνα μας καὶ πολὺ συχνὰ τὸν χρησιμοποιοῦσαν. Ὁ σύγχρονος Γέροντας Παΐσιος γραφει στὸ βιβλίο του Ἐπιστολές:
«Πολὺ θὰ σὲ βοηθήσει ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ, διότι καὶ τὸ βαθύτερο νόημα τῆς ζωῆς δίνει νὰ καταλάβει κανείς, καὶ κάθε εἴδους μικρὸ ἢ μεγάλο κόμπλεξ καὶ ἐὰν ἔχει ὁ ἄνθρωπος πού πιστεύει στὸ Θεό, τὸν βοηθάει γιὰ νὰ τὸ διώξη. Ἡ ὀλίγη μελέτη στὸν Ἀββᾶ Ἰσαὰκ ἀλλοιώνει τὴν ψυχὴμέ τις πολλὲς της βιταμίνες» (σ. 67). Ἀκόμη στὸ βιβλίο «Ἁγιορεῖται Πατέρες καὶ ἁγιορείτικα», ὁ ἴδιος Γέροντας ἀναφερόμενος στόν παπα - Τύχωνα γράφει: «Μιὰ μέρα μὲ ῥώτησε: - Ἐσὺ παιδί μου, τὶ βιβλία διαβάζεις; Τοῦ ἀπάντησα: - Ἀββᾶ Ἰσαάκ. - Πά, πὰ , πὰ , παιδί μου, αὐτὸς ὁ ἅγιος εἶναι μεγάλος! Οὔτε ἕναν ψύλλο δὲν σκότωνε ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ΄. Ἤθελε μὲ αὐτὸ πού εἶπε νὰ τονίση τὴν μεγάλη πνευματικὴεὐαισθησία τοῦ Ἁγίου». Ταὐτὸν(σ. 32). Ἐπίσης ὁ Γέροντας τῆς Αἴγινας Ἱερώνυμος συμβούλευε τὰ πνευματικὰ του παιδιά: «Νὰ μὴν περάσειμέρα χωρὶς νὰ διαβάσεις ἔστω καὶ μιὰ σελίδα ἀπὸ τὸν Ἀββᾶ Ἰσαάκ. Ἐγὼ πολὺ τὸν ἀγαπῶ τὸν εὐλογημένο, γέροντά μου τὸν ἔχω. Καὶ σὲ ὅ, τὶ διαβάζεις, νὰ ἐγκύπτεις καὶ νὰ λέγεις μέσα σου: Ἐγὼ τὸ πράττω αὐτό; Ἔτσι θὰ παρακινεῖσαι ἀπὸ τὴν ἀνάγνωση νὰ μεταβαίνεις εἰς τὴν πρᾶξιν». Ταὐτὸν (Πέτρου Μπότση, Γέροντας Ἱερώνυμος, ὁ ἡσυχαστὴς τῆς Αἴγινας, Ἀθῆνα 1993, β΄ ἔκδοση, σ. 121).
Τέλος ὁ Ἀρχιμ. Βασίλειος, πρῴην καθηγούμενος τῆς Ἱ. Μονῆς Ἰβήρων, στὸ βιβλίο του «Ἀββᾶς Ἰσαὰκ ὁ Σύρος, ἕνα πλησίασμα στὸν κόσμο του», ἐκδ. Δόμος, 1988, σημειώνει χαρακτηριστικά: «Ὁ Γέρων Ἱερώνυμος τῆς Αἰγίνης συνιστᾶ σ΄ ὅποιον δὲν ἔχει χρήματα νὰ βγῆ ζητιάνος, νὰ μαζέψη τὰ ἀπαραίτητα καὶ νὰ πάρη τὸν Ἀββᾶ Ἰσαὰκ» (σ. 17).
[27]Τάτση Ἰωάννου, θεολόγου, Βίος καί ἔργα τοῦ Ἀββᾶ Ἰσαάκ τοῦ Σύρου στό: http://isaakosyros.blogspot.com/search/label/Ο%20Βίος%20του%20Αββά%20Ισαάκ
[28]Γράφει ὁ π. Ἰώάννης Φωτόπουλος στήν μνημονευθεῖσα ἐργασία του: «Οἱ δυτικοὶ ἐρευνητὲς μελέτησαν τὸ νεστοριανὸ «Βιβλίο τῆς ἁγνότητος», ὅπου γίνεται λόγος γιὰ κάποιον ᾿Ισαάκ, ποὺ γεννήθηκε στὸ Beit Qatraye, στὸ Κατὰρ τῆς ᾿Αραβίας στὴν δυτικὴ ἀκτὴ τοῦ Περσικοῦ Κόλπου καὶ χειροτονήθηκε ἀπὸ τὸν νεστοριανὸ Givargis, περίπου τὸ 660, ἐπίσκοπος Νινευΐ. Μετὰ πέντε μῆνες παραιτήθηκε γιὰ ἄγνωστο λόγο καὶ ἀσκήτεψε στὸ ὄρος Matout. Μετὰ πῆγε στὴν Μονὴ Shabur, ὅπου πέθανε τυφλὸς ἀπὸ τὸ πολὺ διάβασμα. ῎Εγραψε καὶ κάποια βιβλία γιὰ τὴν ἀναχωρητικὴ ζωή» Λανθασμένα καί κάποιοι ὀρθόδοξοι υἱοθέτησαν αὐτές τίς ἀπόψεις. Γράφει ὁ π. Κάλλιστος Wearστήν εἰσαγωγή τοῦ βιβλίου τοῦ Ἐπισκόπου π. Ἱλαρίωνος: «᾿Απὸ τὴν εἰσαγωγὴ τοῦ Wensinck καὶ ἀπὸ ἄλλες ἐργασίες ἔμαθα ποιός ἦταν ὁ ᾿Ισαάκ... ᾿Ανακάλυψα πὼς ἀνῆκε στὴν ᾿Εκκλησία τῆς ᾿Ανατολῆς, σ᾿ αὐτὴν ποὺ ἀποκαλεῖται συνήθως ῾῾Νεστοριανή᾿᾿. Κι ἔτσι ἔφθασα σιγὰ σιγὰ στὸ σημεῖο νὰ συνειδητοποιήσω, πὼς τοῦτο δὲν σήμαινε πὼς ὁ ἴδιος ὁ ᾿Ισαὰκ ἢ ἡ ἐκκλησιαστικὴ κοινότητα στὴν ὁποία ἀνῆκε, θὰ μποροῦσαν ἄκριτα νὰ καταδικαστοῦν ὡς αἱρετικοί».
[29]The ascetical homilies, σελ. 64 τῆς Εἰσαγωγῆς.
[30]Ὅ. π. σελ. 67-68 τῆς Εἰσαγωγῆς.
[31]Ἐνν. ὁ Ἐπίσκοπος Ἱλαρίων.
[32]Ἕνας ἀδικημένος Ἅγιος.
[33]Ἐπίσκοπος Ἱλαρίων Ἀλφέγιεφ.
[34]Ἕνας ἀδικημένος Ἅγιος.
[35]Στά 1923 ὁ A. J. Wensinck δημοσίευσε μία ἀγγλική μετάφραση τῶν Ὁμιλιῶν τοῦ Ἀββᾶ Ἰσαάκ χρησιμοποιώντας τό Συριακό κείμενο, πού εἶχε ἐκδοθεῖ στά 1909 ἀπό τόν Bedjan. Ἡ μετάφραση εἶναι πολλές φορές ἀκατανόητη διότι ὁ συγγραφέας προσπαθεῖ νά μεταφράσει μέ φιλολογική ἀκρίβεια κάθε λέξη. Ἐπίσης εἶναι φανερό ὅτι κάποτε ὁ μεταφραστής δέν ἔχει συλλάβει τί θέλει νά πεῖ ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ καί ἀλλάζει τελείως τό νόημα μεταφράζοντας. Αὐτά ὅλα γράφονται ἀπό τόν συγγραφέα τῶν The ascetical homilies σάν κριτική στήν μετάφραση τοῦ Wensinck, στίς σελίδες 100-103 τῆς Εἰσαγωγῆς τοῦ ἀνωτέρω ἔργου (The ascetical homilies).
Γιατί νά ἐμπιστευόμαστε τέτοιες ἀμφίβολες πηγές ἀπό ἑτεροδόξους, ἄγευστους τοῦ ὀρθοδοξου πνεύματος καί τῆς ἀσκητικῆς ζωῆς; Γιατί νά μήν βασίζόμαστε στίς ὀρθόδοξες πηγές καί στήν ἁγιοπνευματική ἐμπειρία τῶν ἁγίων μας, οἱ ὁποῖοι μ’ ἕνα στόμα διατρανώνουν τήν ὀρθοδοξότητα καί τήν ἁγιότητα τοῦ Ἀββᾶ Ἰσαάκ; Δέν διαψεύδουμε τόν ἑαυτό μας, οἱ ὀρθόδοξοι, ὅταν ἰσχυριζόμαστε ὅτι ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ εἶναι Ἅγιος καί συγχρόνος «μετριοπαθής νεστοριανός»; !!!
[36]Σύμφωνα μέ τό νεστοριανό «Βιβλίο τῆς ἁγνότητας».
[37]Ἀραβικό χειρόγραφο μέ ἀριθμό 198 (vatican 198) τό ὁποῖο μετέφρασε στά λατινικά ὁ Assemani καί τοῦ ὁποίο τό περιεχόμενο ἐνέταξε στήν εἰσαγωγή του ὁ Νικηφόρος Θεοτόκης στήν ἑλληνική ἔκδοση στά 1770. Εἶναι ἡ γνωστή ἱστορία τῶν δύο ἀντιδίκων κατά τήν ὁποία ὁ ἐνάγων εἶπε στόν Ἀββᾶ νά ἀφήσει τό Εὐαγγέλιο ἔξω ἀπό τήν κρίση του.
[38]Ὁ ὁποῖος ἐγκατέλειψε τήν Ἐπισκοπή μετά ἀπό πέντε μῆνες.
[39]Πρβλ. The ascetical homilies, σελ. 64 τῆς Εἰσαγωγῆς.
[40]Πρβλ. The ascetical homilies, σελ. 64 τῆς Εἰσαγωγῆς. Ὁ ἅγιος δέν ἀναχωρεῖ διότι ἔχασε τήν ἡσυχία του ἤ διότι ἐξωθεῖται σέδιαμάχες μέ τούς Μονοφυσίτες (ὅπως ὑποθέτει ὁ συγγραφέας τῆς Εἰσαγωγῆς) ἀλλά διότι κατανοεῖ ὅτι ἔχει νά κάνει μέ ἀνθρώπους πού δένθέλουν νά ὑπακούσουν στό Εὐαγγέλιο ὁπότε οὔτε καί στόν ἴδιο.
[41]Ἀναλυτικὰ βλ. πρωτοπρ. Θ. Ζήση, Ἀββᾶς Ἰσαὰκ ἀνατύπον, σ. 53 ἐξ. καὶ Papin Ταὐτόν. Lthk 5, 775 - 776 καὶ Spuler B. , «Isaak vonNinive», RGG 3, 903.
[42]Ἰωάννου Τάτση, θεολόγου, Βίος καί ἔργα τοῦ Ἀββᾶ Ἰσαάκ τοῦ Σύρου στό: http://isaakosyros.blogspot.com/search/label/Ο%20Βίος%20του%20Αββά%20Ισαάκ
[43]῾Η ἐργασία αὐτὴ ἀποτελεῖ βεβαίως μίαν πρώτη ἀπάντησι/συνεισφορὰ στὰ
προβλήματα, τὰ ὁποῖα ἐγείρει ἡ πρόσφατος ἔκδοσις τῶν «᾿Ασκητικῶν», τῶν
ἀποδιδομένων στὸν ᾿Αββᾶ ᾿Ισαὰκ Σύρο (τόμοι Β1, Β2, Β3, Λόγοι Αʹ-ΜΑʹ, ἐκδόσεις
«Θεσβίτης», ῾Ιερᾶς Μονῆς Προφήτου ᾿Ηλιοὺ Θήρας, 2005-2006, Μετάφρασις ἀπὸ
τὰ Συριακά: Νέστωρ Καββαδᾶς), ὡς καὶ τὸ ἄμεσα κρινόμενο βιβλίο τοῦ ἐπισκόπου῾Ιλαρίωνος ᾿Αλφέγιεφ (ἐκδόσεις «᾿Ακρίτας»)•
[44]Ἕνας ἀδικημένος Ἅγιος.
[45] Ὁ συγγραφέας τῶν «νεοανακαλυφθέντων» ὑπό τοῦ Brock «Ἀσκητικῶν».
[46]Ἕνας ἀδικημένος Ἅγιος.
[47] Πρωτοπρεσβυτέρου Φωτόπουλου Ἰωάννου, Ὁ Ἀββᾶς Ἰσαάκ ὁ Σύρος, ἕνας ἀδικημένος Ἅγιος, ᾿Εφημερ. «᾿Ορθόδοξος Τύπος», ἀριθ. 1659/6.10.2006, σελ. 1 καὶ 2• ἀριθ. 1660/13.10.2006, σελ. 1• ἀριθ. 1661/20.10.2006, σελ. 1 καὶ 2• ἀριθ. 1662/27.10.2006, σελ. 1 καὶ 2.
Αναρτήθηκε από Ieromonahos Savvas στις 7:06 μ.μ. 0 σχόλια
Ετικέτες ΕΙΣΑΓΩΓΗ, ΝΕΣΤΟΡΙΑΝΙΣΜΟΣ, ΠΡΟΛΟΓΟΣ, ΤΑ ΕΥΡΕΘΕΝΤΑ ΑΣΚΗΤΙΚΑ
Εγγραφή σε: Αναρτήσεις (Atom)
ΠΗΓΗ ΕΙΚΟΝΩΝ ΚΕΙΜΕΝΟΥ: http://isaakosyros.blogspot.com/
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...