ΚΥΡΙΕ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ ΕΛΕΗΣΟΝ ΜΕ

ΚΥΡΙΕ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΕ ΕΛΕΗΣΟΝ ΜΕ
ΑΚΟΜΗ ΚΑΙ ΑΝ ΚΟΛΛΗΣΕΙ Ο ΟΥΡΑΝΟΣ ΣΤΗ ΓΗ, Ο ΤΑΠΕΙΝΟΦΡΩΝ ΔΕΝ ΘΡΟΕΙΤΑΙ. ΚΑΙ ΑΝ ΑΔΙΚΗΘΕΙ ΔΕΝ ΑΓΩΝΙΑ ΝΑ ΠΕΙΣΕΙ ΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΟΤΙ ΑΔΙΚΗΘΗΚΕ ΑΛΛΑ ΒΑΖΕΙ ΜΕΤΑΝΟΙΑ(ΑΒΒΑΣ ΙΣΑΑΚ Ο ΣΥΡΟΣ- ΕΝΑΣ ΠΟΛΥ ΑΔΙΚΗΜΕΝΟΣ ΑΓΙΟΣ)

Δευτέρα 27 Φεβρουαρίου 2017

«Στόν Χριστό ὑπάρχουν ὅλα τά ὡραῖα, τά ὑγιῆ», Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης


Μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, τίς εὐχές τῶν Ἁγίων Πατέρων καί τίς εὐχές ὅλων σας, θά ποῦμε σήμερα ἀπό τόν Ἅγιο Πορφύριο ἕνα κεφάλαιο σχετικό μέ τό ὅτι ὁ Χριστός εἶναι τό κέντρο τῆς ζωῆς μας. Εἶναι τό πᾶν, ἔλεγε ὁ Ἅγιος Πορφύριος, μέσα στόν Χριστό εἶναι ὅλα τά ὡραῖα, ὅλα τά καλά. Πολλές φορές οἱ ἄνθρωποι λένε «νά σωθοῦμε, νά πᾶμε στόν Παράδεισο» καί ἔχουν στό μυαλό τους τόν Παράδεισο σάν ἕνα μέρος πολύ ὡραῖο, πού θά περνᾶμε πολύ ὄμορφα. Ἀλλά δέν πρέπει νά μᾶς διαφεύγει αὐτό πού ἔλεγε ὁ Ἅγιος Πορφύριος, ὅπως καί ὅλοι οἱ ἅγιοι, ὅτι «ὁ Παράδεισος εἶναι ὁ Χριστός». Δέν εἶναι ἁπλῶς ἕνα ὡραῖο μέρος στό ὁποῖο θά καλοπερνᾶμε. Εἶναι ὁ Πατέρας, ὁ Χριστός καί τό Ἅγιο Πνεῦμα καί εἶναι ἡ ζωή τοῦ Θεοῦ πού θά τήν ζοῦμε κι ἐμεῖς. Κι ὅπως ὁ Θεός εἶναι ἄπειρος καί ἔχει ἄπειρη μακαριότητα, στό μέτρο πού μπορεῖ ὁ καθένας θά ζεῖ τήν ἄπειρη αὐτή χαρά καί εὐτυχία πού ἔχει ὁ Θεός. Τό κλειδί ὅμως γιά τόν Παράδεισο τό ἔχουμε σ’ αὐτή τήν ζωή καί τό κλειδί εἶναι ἡ ἀγάπη στόν Θεό. Γι’ αὐτό λέει ὁ Ἅγιος Πορφύριος: ἄν ἀγαπήσουμε τόν Χριστό, ὅλα εἶναι εὔκολα καί ὁ ἄνθρωπος ἀπό αὐτή τήν ζωή προγεύεται τήν μακαριότητα τοῦ Παραδείσου. Ὁπότε, μετά δέν ψάχνει νά βρεῖ κάτι ἄλλο καλό, οὔτε τοῦ χρειάζεται κάτι ἄλλο, γιατί ὁ Χριστός καλύπτει ὅλες του τίς ἀνάγκες.

Εἶναι ψέμα αὐτό πού λένε μερικοί ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἔχει πολλές πλευρές, ἡ μία πλευρά εἶναι ἡ θρησκευτική, μία ἄλλη εἶναι ἡ καλλιτεχνική, μία ἄλλη εἶναι ἡ ἐργασιακή, μία ἄλλη ἡ κοινωνική, μία ἄλλη ἡ ψυχολογική του πλευρά καί ὑποτίθεται ὅτι σέ ὅλους αὐτούς τούς τομεῖς θά πρέπει νά κάνει τήν πιό σωστή ἐπιλογή γιά νά εἶναι εὐτυχισμένος. Ὁ Χριστός τά καλύπτει ὅλα.Ὁ ἄνθρωπος πού βρίσκει τόν Χριστό καλύπτεται ψυχολογικά, ἀκόμα καί στή σωματική ὑγεία καλύπτεται, καί βρίσκει μέσα στήν Ἐκκλησία τήν τέλεια κοινωνικότητα, τήν τέλεια κοινωνία μέ τόν πλησίον, ἀναπαύεται ὁ ἕνας στόν ἄλλον καί ζεῖ μέσα στόν ἄλλον καί ὁ ἕνας γιά τόν ἄλλον, πράγμα τό ὁποῖο δέν μπορεῖ νά βρεῖ πουθενά ἀλλοῦ. Κάθε ἀνθρώπινη πλευρά καλύπτεται ἀπό τόν Χριστό. Δηλαδή ἄν βρεῖ κανείς τόν Χριστό, δέν χρειάζεται νά ψάξει γιά τίποτα ἄλλο, ἔχει βρεῖ τήν εὐτυχία, ἔχει βρεῖ τόν Παράδεισο.
Ἄν ἐμεῖς μέχρι τώρα δέν τό ζοῦμε αὐτό, σημαίνει ὅτι δέν ἔχουμε βρεῖ τόν Χριστό. Γιατί, ἔλεγε ὁ Ἅγιος Πορφύριος, ὁ Χριστός εἶναι τό πᾶν, καλύπτει τά πάντα, ἀλλά δυστυχῶς σήμερα, ἔλεγε πάλι, δέν Τόν ξέρουμε τόν Χριστό καί δέν Τόν ζοῦμε. Ἔτσι ψάχνουμε νά βροῦμε χαρά, ἄλλος στόν ἀθλητισμό, ἄλλος στά χρήματα, ἄλλος στίς ἡδονές, ἄλλος στήν τέχνη, ἄλλος στό διάβασμα, ἄλλος στό νά κάνει κοινωνικές σχέσεις καί ἄλλος καί στήν ἁμαρτία, παραβαίνοντας δηλαδή τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ, μέσα ἀπό τήν ἁμαρτία, νά βρεῖ τήν εὐτυχία. Ὅμως αὐτοί οἱ δρόμοι εἶναι λανθασμένοι, γιατί δέν ἔχουν μέσα τόν Χριστό. Ὁ Χριστός λέει: «Ἐγώ εἶμαι ὁ δρόμος». Δέν εἶναι ἕνας δρόμος ὁ Θεός, ἀλλά λέει: «ἐγώ εἰμι ἡ ὁδός καί ἡ ἀλήθεια καί ἡ ζωή» (Ἰω. 14,6). Ὁ Χριστός εἶναι ἀπόλυτος. Δέν λέει εἶμαι καί ἐγώ ἕνας δρόμος καί μπορεῖτε νά πᾶτε στόν Θεό καί ἀπό ἄλλον δρόμο. Δέν μποροῦμε νά πᾶμε στόν Θεό ἀπό ἄλλον δρόμο, ἑπομένως δέν ὑπάρχει ἄλλος δρόμος καί γιά τήν εὐτυχία.
Σήμερα ὑπάρχει μία αἵρεση, πού λέγεται Οἰκουμενισμός, ἡ ὁποία λέει ὅτι ὑπάρχουν πολλοί δρόμοι γιά τόν Θεό: «ἕνας δρόμος εἶναι τοῦ Χριστοῦ, ἄλλος εἶναι τοῦ Μωάμεθ, ἄλλος εἶναι τοῦ Βούδα… καί ὅλες οἱ θρησκεῖες τελικά καταλήγουν στόν Θεό». Αὐτό εἶναι μεγάλο ψέμα, μεγάλη ἀπάτη. Ὁ δρόμος γιά τόν Θεό εἶναι μόνο ὁ Χριστός. Ὁ δρόμος γιά τήν εὐτυχία εἶναι μόνο ὁ Χριστός. Ὁ δρόμος γιά τήν ἀνάπαυση τοῦ ἀνθρώπου καί τήν πλήρη μακαριότητα εἶναι μόνο ὁ Χριστός. Δέν ὑπάρχει ἄλλος δρόμος καί ἄλλος τρόπος. Γιατί, αὐτό πού λέει ὁ Χριστός «Ἐγώ εἶμαι ὁ δρόμος», σημαίνει «Ἐγώ εἶμαι ὁ τρόπος». Κι ἄν θέλει κανείς νά φτάσει στήν εὐτυχία, θά πρέπει νά ἀκολουθήσει τόν Χριστό καί τόν τρόπο τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ.
– Πῶς ἔζησε ὁ Χριστός; Πῶς δίδαξε τούς Ἁγίους Ἀποστόλους νά ζοῦνε;
Ἔτσι πρέπει νά ζοῦμε κι ἐμεῖς. Οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι, πού μιμήθηκαν τόν Χριστό στήν ζωή τους, μᾶς ἄφησαν ἕνα παράδειγμα, ἕνα πρότυπο. Αὐτό τό πρότυπο ζωῆς τό ζοῦσαν ὅλοι οἱ πρῶτοι χριστιανοί. Ἄν διαβάσετε τίς πράξεις τῶν Ἀποστόλων, θά δεῖτε ὅτι οἱ πρῶτοι χριστιανοί ζοῦσαν ὅπως ζοῦνε σήμερα οἱ μοναχοί. Τότε ζοῦσαν ὅλοι ἔτσι, χωρίς νά ἔχουν δική τους περιουσία. Εἶχαν ἀκτημοσύνη. Ἄν διέθεταν περιουσία, τήν πουλοῦσαν καί ἔδιναν τά χρήματα στούς Ἀποστόλους γιά νά τά μοιράσουν στούς φτωχούς. Ζοῦσαν μέ καθημερινή Θεία Λειτουργία καί Θεία Κοινωνία – μέ εὐλογία βέβαια, μέ πολύ ἐλεημοσύνη, μέ πολύ ἀγάπη μεταξύ τους ἔτσι ὥστε, λέει στίς Πράξεις, ἔτρωγαν τό ψωμί τους «ἐν ἀγαλλιάσει καρδίας» (Πραξ. 2,46), δηλαδή ἀγαλίαζε ἡ καρδιά τους ἀπό αὐτή τήν κοινωνία ἀγάπης πού εἶχαν μεταξύ τους. Οἱ εἰδωλολάτρες ἔπειτα, πού τούς ἔβλεπαν, καί παρακινημένοι ἀπό αὐτή τήν ἀγάπη, πήγαιναν κι ἐντάσσονταν κι αὐτοί στήν Ἐκκλησία καί μέ αὐτό τόν τρόπο διαδόθηκε τότε ἡ Ἐκκλησία καί σκέπασε ὅλο τόν κόσμο. Οἱ χριστιανοί δηλαδή μέ τήν ζωή τους εἵλκυαν, ἄν ὄχι ὅλους τούς εἰδωλολάτρες, πάρα πολλούς ἀπό αὐτούς.
Νά ἔχουμε λοιπόν ὑπόψη ὅτι αὐτόν τόν τρόπο ζωῆς, τόν ἔχουμε καί σήμερα, ἀλλά διασώζεται στά μοναστήρια. Θά τολμοῦσα βέβαια νά πῶ, ὄχι σέ ὄλα τά μοναστήρια, ἀλλά σέ ἐκεῖνα πού ἀκολουθοῦν ἀκραιφνῶς τούς Ἁγίους Πατέρες, οἱ ὁποῖοι Ἅγιοι Πατέρες ἀκολουθοῦν τούς Ἁγίους Ἀποστόλους καί οἱ ὁποῖοι Ἅγιοι Ἀπόστολοι ἀκολουθοῦν τόν Χριστό. Ἐπειδή μάλιστα οἱ μοναχοί ζοῦσαν ὅπως οἱ Ἀπόστολοι, τό πρῶτο ὄνομά τους ἦταν ‘ἀποστολική ζωή’ καί ὅσοι δέν ἤθελαν νά ζήσουν ὅπως οἱ Ἀπόστολοι ἦταν οἱ ἐκκοσμικευμένοι χριστιανοί. Δυστυχῶς, μετά τήν παύση τῶν διωγμῶν πολλοί χριστιανοί δέν εἶχαν διάθεση νά μιμηθοῦν τήν ζωή τοῦ Χριστοῦ. Αὐτοί πού εἶχαν διάθεση, ἔφυγαν ἀπό τίς πόλεις κι ἔτσι ἔγιναν τά πρῶτα μοναστήρια στήν ἔρημο. Οἱ πρῶτοι ἀναχωρητές, τά πρῶτα ἀσκητήρια καί τά πρῶτα μοναστήρια, ἀπό τόν 4ο αἰῶνα καί μετά πού σταμάτησαν οἱ διωγμοί, ἔγιναν λοιπόν λόγω τοῦ ὅτι οἱ πραγματικοί χριστιανοί δέν μποροῦσαν εὔκολα νά ζήσουν χριστιανικά μέσα στίς πόλεις.
Μέχρι τότε ὅμως, ἤ τουλάχιστον τούς δύο πρώτους αἰῶνες, οἱ χριστιανοί -καί οἱ ἔγγαμοι- ζοῦσαν περίπου ὅπως οἱ μοναχοί. Πολλοί βέβαια ἔμεναν ἄγαμοι, γιατί κατάλαβαν, αὐτό πού λένε καί οἱ Ἅγιοι Πατέρες, ὅτι μέ τόν ἐρχομό τοῦ Χριστοῦ ἔχουμε μιά νέα κατάσταση στήν ἀνθρωπότητα, ὅπου πλέον τό ἀνώτερο δέν εἶναι ὁ γάμος, ἀλλά ἡ παρθενία, αὐτό πού ἔδειξε ὁ Χριστός. Μιά ζωή δηλαδή τελείως ἀφιερωμένη στόν Χριστό. Ἐνῶ μέχρι νά ἔρθει ὁ Χριστός τό ἀνώτερο ἦταν ὁ γάμος. Προσδοκοῦσαν κιόλας τότε οἱ γυναῖκες μέσα ἀπό τόν γάμο ὅτι κάποια θά γεννοῦσε τόν Μεσσία-Χριστό. Εἶχε μεγάλη τιμή ὁ γάμος. Καί τώρα ἔχει, γιατί ὁ Χριστός τόν τίμησε καί ἔκανε τό πρῶτο θαῦμα σ’ ἕναν γάμο, ἀλλά ὑπάρχει καί τό ἀνώτερο σκαλοπάτι, πού εἶναι ἡ παρθενία, ἡ ἀφιέρωση στόν Θεό.
Ἔλεγε ὁ Ἅγιος Πορφύριος: «Ἄν ἀγαπήσουμε τόν Χριστό, ὅλα εἶναι εὔκολα». Ζῶντας μέ τόν Χριστό μέσα στήν Ἐκκλησία, ξεπερνάει ὁ ἄνθρωπος κάθε δυσκολία, ὄχι μόνο ἐξωτερική, ἀλλά καί ἐκεῖνες πού ἔρχονται ἀπό μέσα καί εἶναι χειρότερες, τούς λογισμούς, τίς κακές ἐπιθυμίες καί τά πάθη, τά ὁποῖα μᾶς βασανίζουν. Ὅλα αὐτά δέν μποροῦν νά ξεπεραστοῦν καί νά ἔρθει ὁ ἄνθρωπος σέ μιά κατάσταση εἰρήνης καί χαρᾶς, ἄν δέν ζήσει σωστά μέσα στήν Ἐκκλησία. Γιατί, εἴπαμε, μέσα στήν Ἐκκλησία καί στόν Χριστό ὑπάρχουν ὅλα τά καλά, πουθενά ἀλλοῦ. Βλέπετε ἕνας ἄνθρωπος θυμώδης πόσο βασανίζεται; Καί σέ ψυχολόγους νά πάει καί σέ ψυχιάτρους τό πολύ-πολύ νά τόν ναρκώσουν μέ τά χάπια πού θά τοῦ δώσουν, ἀλλά τό πάθος τοῦ θυμοῦ -λέμε ἕνα πάθος- δέν φεύγει, ἤ τό πάθος τῆς λύπης, ἡ κατάθλιψη. Ἁπλῶς ὁ ἄνθρωπος κάπως συντηρεῖται γιά νά μήν αὐτοκτονήσει. Ἡ θεραπεία ὅμως τῆς ψυχῆς γίνεται μόνο μέσα στήν Ἐκκλησία, μέσα στόν Χριστό.
«Ἐγώ δέν τό κατάφερα ἀκόμη», λέει ταπεινά ὁ Γέροντας. Κι ἐμεῖς πρέπει νά ἔχουμε αὐτή τήν ταπείνωση καί νά μήν νομίζουμε ὅτι τά καταφέραμε, γιατί ἡ ζωή μέσα στήν Ἐκκλησία ἔχει ἕνα ἄπειρο βάθος καί δέν μπορεῖ νά πεῖ κανείς «τώρα ἔφτασα σ’ ἕνα σημεῖο, καλά εἶμαι, θά σωθῶ». Ὄχι, πρέπει συνεχῶς νά ἀνεβαίνεις πνευματικά μέχρι τήν τελευταία στιγμή τῆς ζωῆς σου καί ὅπου φτάσεις. Ἄν σταματήσεις ν’ ἀνεβαίνεις, τότε θά ἀρχίσεις νά κατεβαίνεις. Δέν πρόκειται νά μείνεις σταθερά ἐκεῖ πού θά σταματήσεις. Θά ἔρθει ὁ διάβολος καί ὁ κόσμος καί σάν ἕνας χείμαρρος πού κατεβαίνει ἀπό ψηλά, θά σέ παρασύρει πρός τά κάτω.
«Τώρα προσπαθῶ νά Τόν ἀγαπήσω. Στόν Χριστό ὑπάρχουν ὅλα. Ὅλα τά ὡραῖα, τά ὑγιῆ». Οἱ ἄνθρωποι ψάχνουν τήν ὑγεία -καί καλά κάνουν- μέσω τῶν γιατρῶν καί μέσω τῶν ψυχιάτρων πολλές φορές, ἀλλά ἡ πραγματική ὑγεία ἔρχεται μέσα ἀπό τόν Χριστό. Στίς εὐχές τῆς Ἐκκλησίας τό λέμε ὅτι ὁ Χριστός εἶναι: «ὁ ἰατρός τῶν ψυχῶν καί τῶν σωμάτων ἡμῶν». Αὐτός εἶναι ὁ κύριος καί κατεξοχήν γιατρός. «Ἡ ὑγιής ψυχή ζεῖ τά χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού εἶναι ‘ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, ἀγαθωσύνη, πίστις, πραότης, ἐγκράτεια’».
– Ποιός εἶναι ὁ ὑγιής ἄνθρωπος; Αὐτός ἁπλῶς πού ἔχει μιά ὁρισμένη πίεση καί ἔχει καλές ἐξετάσεις;
Ὄχι, μπορεῖ νά εἶναι καλές οἱ ἐξετάσεις καί νά πάσχει ἡ ψυχή του, νά μήν ἔχει ἀληθινή χαρά καί εἰρήνη. Ἀληθινή ὑγεία εἶναι ἡ ὑγεία τῆς ψυχῆς καί ὅταν ἡ ψυχή ἔχει ὑγεία, δίνει ὑγεία καί στό σῶμα, γιατί τό σῶμα ἐξαρτᾶται ἀπό τήν ψυχή. Ὅπως λένε πάλι οἱ ἅγιοι, πρῶτα ἀρρωσταίνει ἡ ψυχή καί μετά ἀρρωσταίνει τό σῶμα. Γι’ αὐτό καί ὁ Χριστός μας, ὅταν ἔκανε καλά τόν παράλυτο, πού περίμενε 38 χρόνια κάποιον νά τόν ρίξει στήν κολυμβήθρα, τοῦ εἶπε: ‘’Ὕπαγε καί μηκέτι ἁμάρτανε, ἵνα μή χείρον σοί τι γένηται” (Ἰωάν. 5,14), μήν ξαναμαρτήσεις γιά νά μήν πάθεις τίποτα χειρότερο.
– Ποιό ἦταν τό χειρότερο πού θά μποροῦσε νά πάθει ὁ παράλυτος;
Νά χάσει ὄχι μόνο τήν ὑγεία τοῦ σώματος, ἀλλά καί τήν ὑγεία τῆς ψυχῆς. Μᾶς λέει, μέ ἄλλα λόγια, ὁ Χριστός μας γιά αὐτόν ὅτι εἶχε μείνει παράλυτος ἐξαιτίας κάποιων σοβαρῶν ἁμαρτιῶν πού εἶχε κάνει. Ἀπό τίς ἁμαρτίες τῆς ψυχῆς ὁδηγούμαστε καί στίς σωματικές ἀρρώστιες. Ὅταν λοιπόν ὁ ἄνθρωπος ἔχει τόν Χριστό ὠς κέντρο στήν ζωή του, ἔχει τόν ἰατρό. Αὐτός ὁ ἰατρός τοῦ δίνει ὑγεία ψυχῆς καί σώματος, γιατί τοῦ δίνει τό Πνεῦμα τό Ἅγιο, δηλαδή τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, πού τήν παίρνουμε μέσα στήν Ἐκκλησία μέ τά ἅγια μυστήρια, ἀλλά ὄχι μαγικά, κάνοντας κι ἐμεῖς ἕναν ἀνάλογο κόπο ἔτσι, ὥστε νά προσερχόμαστε μέ φόβο Θεοῦ, πίστη καί ἀγάπη. Αὐτό δέν εἶναι σχῆμα λόγου. Ἄν λ.χ. δέν ἔχεις συμφιλιωθεῖ μέ ὅλους ἤ δέν ἔχεις προσπαθήσει τουλάχιστον νά κάνεις ὅ,τι περνάει ἀπό σένα, δέν ἔχεις ἀγάπη, δέν μπορεῖς νά κοινωνήσεις. Ἤ ἄν δέν θέλεις νά μιλήσεις σέ κάποιον, σημαίνει ὅτι ἔχεις μέσα σου κακία, μνησικακία, ὁπότε δέν ἔχεις σχέση μέ τόν Χριστό καί δέν μπορεῖς νά κοινωνήσεις. Κι ἄν κοινωνήσεις, θά πάθεις κακό, δέν θά ὠφεληθεῖς, ὅπως μερικοί πού πηγαίνουν χωρίς ἐξομολόγηση καί μετάνοια. Τότε ἀρρωσταίνεις καί σωματικά, γιατί δέν μπορεῖς νά καταφρονεῖς τόν Χριστό. Λέει καί ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στούς Κορίνθιους, ὅτι: «πολλοί ἀπό σᾶς ἀρρωσταίνετε καί μερικοί πεθαίνετε γιατί κοινωνᾶτε ἀνάξια» (Α΄Κορ. 11,29-30). Δέν ἀρκεῖ δηλαδή μόνο νά κοινωνήσεις. Καί οἱ μητέρες δέν εἶναι σωστό νά πιέζουν τά παιδιά τους νά κοινωνοῦν ἀπροϋπόθετα, γιατί τό παιδί μπορεῖ νά πάθει καί σωματική ζημιά, νά ἀρρωστήσει.
Θά πρέπει λοιπόν ὁ ἄνθρωπος νά ζεῖ μέσα στήν Ἐκκλησία, νά τηρεῖ τίς ἐντολές, νά κάνει μιά ζωή σάν τῶν Ἀποστόλων καί τῶν πρώτων χριστιανῶν, δηλαδή σάν τήν ζωή τῶν μοναχῶν, νά κάνει ἄσκηση, νηστεία, ἀδιάλειπτη προσευχή, «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησέ με», νά ἐξομολογεῖται καί μετά νά κοινωνάει. Τότε παίρνει, λέει ὁ Γέροντας Πορφύριος, τά χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
– Ποιά εἶναι τά χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος;
Εἶναι ἡ ἀγάπη. Ἡ ἀληθινή ἀγάπη, ὄχι αὐτό πού ψεύτικα ὀνομάζει ὁ κόσμος ἀγάπη. Παίρνει τήν χαρά. Τήν ἀληθινή χαρά πού δέν μπορεῖ νά τήν ἀφαιρέσει κανένας. Παίρνει τήν εἰρήνη, τήν μακροθυμία, τήν χρηστότητα, τήν καλοσύνη δηλαδή, τήν πίστη, τήν πραότητα καί τήν ἐγκράτεια καί ἀποκτάει ὁ ἄνθρωπος μιά αὐτοκυριαρχία. Μερικοί ἄνθρωποι, γιά παράδειγμα, δέν μποροῦν νά μαζέψουν τά κιλά τους, τρέχουν σέ διαιτολόγους ἀλλά τίποτα. Γιατί συμβαίνει αὐτό; Διότι καί ἡ ἐγκράτεια εἶναι χάρισμα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, δέν εἶναι δικό μας κατόρθωμα. Δέν μποροῦμε νά τό κάνουμε μόνοι μας. Δηλαδή μέσα στόν Χριστό μᾶς δίνονται ὅλα ὅσα χρειαζόμαστε. Ὁ ἄνθρωπος αὐτό δέν ψάχνει; Τήν χαρά, τήν εἰρήνη, τήν ἀγάπη, τήν πραότητα, τήν καλοσύνη, τήν μακροθυμία, νά μήν εἶναι συνέχεια μέσα στά νεῦρα, τήν ἐγκράτεια ἀκόμα, τήν πίστη, τήν ἀληθινή – τήν ζωντανή πίστη. Ὅλα αὐτά λοιπόν τά βρίσκουμε μέσα στόν Χριστό διά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
«Ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ ζεῖ ἀκόμα καί ὅσα λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στόν ὕμνο τῆς ἀγάπης. ‘’Ἡ ἀγάπη μακροθυμεῖ, χρηστεύεται… οὐ λογίζεται τό κακόν…». Πόσες φορές μᾶς κάνει κάποιος κάτι καί ἔχουμε λογισμούς, ἔχουμε ταραχή καί μπορεῖ νά κρατήσει καί μέρες; Θέλει νά ἀπαλλαγεῖ ὁ ἄνθρωπος καί δέν μπορεῖ. Δέν θά ἀπαλλαγεῖ, ἄν δέν πάρει τήν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, γιά νά ἔχει τήν ἀληθινή ἀγάπη, ἡ ὁποία δέν λογίζεται τό κακό. Πολλές φορές μᾶς ἔρχεται ὁ κακός λογισμός ὅτι ὁ ἄλλος τά ἔχει ἐναντίον μας. Αὐτό τί μᾶς κάνει; Μᾶς χωρίζει μ’ αὐτό τό πρόσωπο. Ἀλλά αὐτό, γιά ἕναν ἄνθρωπο πού ἔχει τό Ἅγιο Πνεῦμα, εἶναι ἁμαρτία. Γιά ὅλους βέβαια εἶναι ἁμαρτία, ἀλλά ἐκεῖνος τό καταλαβαίνει καί ἀμέσως τό πετάει καί δέν δέχεται τήν ὑποβολή τοῦ διαβόλου, ὅτι ὁ ἄλλος τά ἔχει μαζί του, ὁπότε εἰρηνεύει. Ὁ ἄνθρωπος ὅμως πού εἶναι μακριά ἀπό τήν Χάρη ταράζεται καί μπορεῖ νά ταράζεται τελείως ἀναίτια, νά εἶναι μιά ὑποψία αὐτό καί νά μήν ἰσχύει στήν πραγματικότητα.
Ὁ Ἅγιος Δωρόθεος λέει ὅτι κι αὐτό εἶναι ψέμα. Δηλαδή ὑπάρχουν τρεῖς τρόποι γιά ἕναν ἄνθρωπο νά πεῖ ψέματα. Ἕνας τρόπος εἶναι μέ τίς ὑποψίες. Μιά κακή σκέψη, μιά ὑποψία πού ἔχεις γιά κάποιον, εἶναι ἕνα ψέμα πού κάνεις μέ τόν νοῦ σου, μέ τήν διάνοιά σου. Ἄλλος τρόπος εἶναι ὅταν ψευδόμαστε μέ τά λόγια μας καί ὁ τρίτος τρόπος εἶναι ὅταν ψευδόμαστε μέ ὅλη μας τήν ζωή, ὅπως οἱ Φαρισαῖοι, οἱ ὑποκριτές, πού φαινόντουσαν καλοί, ἐνῶ ἦταν κακοί. Ὁπότε ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ διώχνει τό ψεῦδος καί τήν ὑποκρισία, ἔρχεται τό Ἅγιο Πνεῦμα, τό Ὁποῖο μετά τόν ὁδηγεῖ καί τόν φυλάει ἀπό κάθε κατάσταση ἀρρώστιας καί πνευματικῆς καί σωματικῆς.
«Ἡ ἀγάπη πάντα στέγει, πάντα πιστεύει… ἡ ἀγάπη οὐδέποτε ἐκπίπτει». Βλέπετε τί ὡραῖα ζεῖ ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ; Ζεῖ μία ἀγάπη, πού δέν τήν χάνει ποτέ! Σήμερα λένε οἱ ἀνθρωποι ἀγαπιόμαστε καί μπορεῖ νά φτάσουν καί στόν γάμο καί σέ λίγο καιρό νά χωρίσουν. Ποῦ πῆγε ἡ πολύ μεγάλη ἀγάπη πού ἔλεγαν ὅτι εἶχαν μεταξύ τους; Ἐξέπεσε. Γιατί; Γιατί δέν ἦταν ἀληθινή ἀγάπη. Ἦταν μία ἀγάπη πού εἶχε μέσα καί μικρόβια. Ἦταν ἀγάπη ἐμπαθής καί οὐσιαστικά ἦταν ἀγάπη στόν ἑαυτό τους. Ὁ καθένας ἀγαποῦσε τόν ἑαυτό του καί μόλις βρέθηκαν κοντά καί συγκρούστηκαν οἱ ἑαυτοί, τά συμφέροντα, δέν μπόρεσαν νά συζήσουν γιατί δέν ἐξυπηρετοῦσε ὁ ἕνας τά συμφέροντα τοῦ ἄλλου. Ἐνῶ, ἄν ζοῦσαν μέσα στόν Χριστό, τί θά ἔλεγαν; Ὅτι: «ἐγώ σέ ἀγαπῶ, γιατί ἀγαπῶ τόν Χριστό καί δέν ἐξετάζω ἄν ἐσύ μέ ἀγαπᾶς ἤ δέν μέ ἀγαπᾶς, ἄν μοῦ ἀνταποδίδεις ἀγάπη ἤ ὄχι». Αὐτή εἶναι ἡ τέλεια ἀγάπη, ἡ ἀνιδιοτελής. Ἀλλά γιά νά τή ζήσουμε αὐτή τήν ἀγάπη, πρέπει νά ζοῦμε τόν Χριστό. Ἔτσι ἕνας ἄνθρωπος πού πιστεύει στόν Χριστό καί ζεῖ τόν Χριστό, δέν χωρίζει. Δέν χωρίζεται ἀπό κανέναν. Τούς ἀγαπάει ὅλους, ἀκόμα κι αὐτούς πού δέν τόν ἀγαποῦν καί ἔχει μέσα του μιά διαρκή εἰρήνη. Ἀκόμα κι αὐτούς πού θά τόν βλάψουν ἤ θά τόν σκοτώσουν. Ὅπως ὁ Χριστός μας πάνω στόν Σταυρό ἔλεγε: «Πάτερ, ἄφες αὐτοῖς˙ οὐ γάρ οἴδασι τί ποιοῦσι» (Λουκ. 23,34). Ὁ Ἅγιος Στέφανος ἔλεγε «Κύριε, μή στήσης αὐτοῖς τήν ἁμαρτίαν ταύτην» (Πράξ. 7,60), νά μήν τούς λογαριάσει αὐτή τήν ἁμαρτία. Καί ὅλοι οἱ Ἅγιοι βλέπουμε νά ἀγαποῦν ἀκόμα καί τούς ἐχθρούς τους. Ἀλλά αὐτό γίνεται μόνο μέ τόν Χριστό, μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα. Ἔχετε αὐτά; Ἔχετε τήν εὐτυχία, ἔχετε τόν Χριστό, ἔχετε τόν Παράδεισο.
– Γιατί γίνεται κόλαση ἡ ζωή μας;
Γιατί δέν τά ’χουμε αὐτά κι ἔχουμε τά ἀντίθετα. Γιατί δέν ἔχουμε τό Ἅγιο Πνεῦμα. Ὅταν δέν ἔχεις τό Ἅγιο Πνεῦμα, δέν ἔχεις καί τόν καρπό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού εἶναι ἀγάπη, ἀλλά ἔχεις τήν ἀπουσία τῆς ἀγάπης, τό μίσος καί τήν ἀντιπάθεια. Δέν ἔχεις τήν χαρά, ἀλλά ἔχεις τήν ἀπουσία τῆς χαρᾶς, δηλαδή λύπη, μελαγχολία καί στενοχώρια. Δέν ἔχεις εἰρήνη ἀλλά ἔχεις τό ἀντίθετο, ἄγχος, ἀγωνία, ταραχή, ἀνασφάλεια, φοβίες. Ὅλα αὐτά τά ψυχολογικά οὐσιαστικά εἶναι συμπτώματα τῆς ἀπουσίας τοῦ Θεοῦ. Ὅταν βλέπετε ἀνθρώπους πού δέν ἔχουν χαρά καί ἔχουν λύπη, ἔλεγε ὁ Ἅγιος Παΐσιος «κάτι τούς λείπει». Τί τούς λείπει; Ὁ Χριστός τούς λείπει. Ὅταν ἔχεις τόν Χριστό, ἔχεις χαρά καί ὅλα τά ὑπόλοιπα.
«Κι ὁ σωματικός ἀκόμη ὀργανισμός λειτουργεῖ θαυμάσια, χωρίς ἀνωμαλίες», λέει ὁ Γέροντας Πορφύριος. Ἐξηγεῖται καί ἰατρικά αὐτό. Ὑπάρχει ἕνα σύστημα στόν ἄνθρωπο πού λέγεται ἐνδοκρινικό σύστημα. Δηλαδή, ὑπάρχουν κάποιοι ἀδένες στό σῶμα, οἱ ὁποῖοι ἐκκρίνουν οὐσίες καί σέ πολύ μικρές ποσότητες πολλές φορές. Ἄς ποῦμε τά ἐπινεφρίδια πού βγάζουν τήν κορτιζόλη. Αὐτή εἶναι μιά ὁρμόνη, μιά οὐσία, πού ρυθμίζει ὅλο τόν ἄνθρωπο. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος εἶναι σέ μιά κατάσταση ἀγωνίας, στρές, οἱ ἀδένες αὐτοί βγάζουν πολλή κορτιζόλη καί ὁ ἄνθρωπος βρίσκεται ὁλόκληρος σέ κατάσταση ἑτοιμότητας γιά νά ἀντιμετωπίσει αὐτόν -ἄς τόν ποῦμε- τόν κίνδυνο, τήν ἔκτακτη ἀνάγκη. Γιά σκεφτεῖτε νά τό ἔχει αὐτό κάποιος ἄνθρωπος συνέχεια… Ἄν ἔχει μονίμως ἄγχος καί ἀγωνία, τά ἐπινεφρίδια θά βγάζουν συνέχεια κορτιζόλη, θά εἶναι συνέχεια σέ ὑπερένταση, ἀλλά αὐτό τόν κουράζει καί τόν ἀποδιοργανώνει. Θά ἀντέξει μιά ὥρα, δυό ὧρες, ἕνα μήνα, δυό μῆνες; Κάπου αὐτό θά ξεσπάσει, γιατί ὁ ὅλος ὀργανισμός δέν λειτουργεῖ καλά.
Ὅταν ὅμως ὁ ἄνθρωπος εἶναι τοῦ Θεοῦ καί ἔχει μέσα του τήν εἰρήνη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, δέν ἀγωνιᾶ, ὅ,τι κι ἄν συμβεῖ, δέν στρεσάρεται. Ἴσως λίγο νά κινηθεῖ πιό ἔντονα, ὅταν τό ἀπαιτοῦν οἱ περιστάσεις, ἀλλά χωρίς ἄγχος. Ὁπότε τό ἐνδοκρινικό σύστημα λειτουργεῖ ὁμαλά καί ὅλος ὁ ὀργανισμός, πού ρυθμίζεται ἀπό τίς ὁρμόνες πού ἐκκρίνουμε ἐμεῖς οἱ ἴδιοι, λειτουργεῖ κι αὐτός σωστά. Ἐνῶ ὅταν λ.χ. εἶσαι σέ κατάσταση στρές καί τό στομάχι μετά ἐκκρίνει πολύ ὑδροχλωρικό ὀξύ καί σιγά-σιγά παθαίνεις ἕλκος τοῦ στομάχου, ἕλκος τοῦ δωδεκαδακτύλου, τίς λεγόμενες ψυχοσωματικές ἀρρώστιες. Ἀλλά θά σᾶς ἔλεγα, ὅτι ὅλες οἱ ἀρρώστιες εἶναι ψυχοσωματικές σέ τελική ἀνάλυση, γιατί ἡ ψυχή ἐπηρεάζει ὅλο τό σῶμα καί ὅλους τούς ἐνδοκρινεῖς ἀδένες. Κι ὅταν ὁ ἄνθρωπος δέν ἔχει ὑγεία στήν ψυχή, ἀλλά ἔχει ταραχή, καί ὅλα αὐτά πού εἴπαμε, δέν ἔχει ὑγεία καί στό σῶμα.
«Ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ἀλλάζει τόν ἄνθρωπο, τόν μεταμορφώνει ψυχικά καί σωματικά». Στήν Ἐκκλησία δέν ἀλλάζουμε ἁπλῶς κάποιες συμπεριφορές ἐξωτερικές. Δηλαδή μόνο ἐπειδή δέν λέγαμε καλημέρα, τώρα νά λέμε. Ἤ ἐκεῖ πού δέν λέγαμε σέ παρακαλῶ, τώρα νά λέμε σέ παρακαλῶ καί σέ εὐχαριστῶ. Δέν εἶναι αὐτό. Κι αὐτά ἀλλάζουν βέβαια, γιατί ὁ ἄνθρωπος γίνεται πιό εὐγενικός, πιό εὐγνώμων κ.λ.π. ἀλλά οὐσιαστικά ἀλλάζει ὅλος ὁ ἄνθρωπος ψυχικά καί σωματικά. Ἔλεγε ὁ Ἅγιος Πορφύριος, ὅταν ἦταν μικρό καλογεράκι στά Καυσοκαλύβια, ἀπό τήν στιγμή πού πῆρε τήν Χάρη, ἀλλαξε τελείως καί σωματικά καί ἀπέκτησε καί χαρίσματα ἔκτακτα. Μποροῦσε, ἄς ποῦμε, νά ἀκούει τά πουλάκια καί νά καταλαβαίνει τί εἴδους πουλί ἦταν αὐτό πού κελαηδάει. Μιλοῦσε, λέει, μέ τά βράχια. Ἔφτασε, μέ τό χάρισμα αὐτό τῆς διοράσεως πού εἶχε, νά βλέπει καί πίσω ἀπ’ τά βουνά, σέ μεγάλες ἀποστάσεις. Ἀλλά ζοῦσε καί μία ἀπέραντη χαρά καί εὐτυχία. Τόν ἔβλεπε καί ὁ κόσμος ἔτσι πού ἔτρεχε καί μπορεῖ νά τόν θεωροῦσαν καί λίγο ‘παλαβό’. Αὐτός ὅμως ζοῦσε μέσα στήν Χάρη τοῦ Θεοῦ.
Κοιτᾶξτε τί ἄλλο λέει ὁ Ἅγιος, ὁ ὁποῖος ζοῦσε στήν Πολυκλινική τῶν Ἀθηνῶν, στήν Ὁμόνοια, 33 χρόνια, κοντά στούς γιατρούς γιατί ὑπηρετοῦσε ἐκεῖ ὡς ἱερέας. Ἐπειδή εἶχε αὐτό τό διορατικό χάρισμα, ὁ Θεός τοῦ ἔδειχνε καί τά σπλάχνα τοῦ κάθε ἀνθρώπου, σάν νά τοῦ ἔκανε ἀκτινογραφία καί ἀκόμα καλύτερα. Ἔβλεπε τά διάφορα ὄργανα, τό συκώτι, τό ἔντερο… καί ἐντόπιζε ὅταν κάτι δέν λειτουργοῦσε καλά, ὁπότε διάβασε Ἀνατομία γιά νά μπορεῖ νά βοηθάει τούς γιατρούς. Καί μετά οἱ γιατροί πρίν βγάλουν διάγνωση, ρωτοῦσαν τόν π. Πορφύριο! Γι’ αὐτό, αὐτά πού λέει εἶναι πολύ σπουδαῖα καί πολύ ἀξιοπρόσεκτα, γιατί δέν τά λέει ἁπλῶς ἕνας παπάς, ἀλλά ἕνας χαρισματοῦχος, ἕνας ἅγιος, πού εἶχε τό χάρισμα νά βλέπει καί τίς ἀρρώστιες τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος.
Λέει λοιπόν: «Ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ἀλλάζει τόν ἄνθρωπο, τόν μεταμορφώνει ψυχικά καί σωματικά. Πᾶνε τότε ὅλες οἰ ἀρρώστιες. Οὔτε κολίτις, οὔτε θυρεοειδής, οὔτε στομάχι, οὔτε τίποτα». Αὐτά τά ὄργανα κατεξοχήν ἐπηρεάζονται ἀπό τήν ψυχή, ἀλλά καί ὅλα τά ὄργανα. «Ὅλα λειτουργοῦν κανονικά. Εἶναι ὡραῖο νά περπατᾶς, νά ἐργάζεσαι, νά κινεῖσαι καί νά ἔχεις ὑγεία. Ἀλλά πρῶτα νά ἔχεις ψυχική ὑγεία». Γιατί ἡ ψυχική ὑγεία μετά δίνει καί τήν σωματική. «Ἡ βάσις εἶναι ἡ ψυχική ὑγεία, ἀκολουθεῖ ἡ σωματική. Ὅλες σχεδόν οἱ ἀρρώστιες προέρχονται ἀπό τήν ἔλλειψη ἐμπιστοσύνης στόν Θεό καί αὐτό δημιουργεῖ τό ἄγχος». Βλέπετε τί ἁπλά καί σοφά! Ὅλες σχεδόν οἱ ἀρρώστιες δημιουργοῦνται ἀπό τήν ἔλλειψη ἐμπιστοσύνης στόν Θεό.
– Ὁ ἄνθρωπος πού ἐμπιστεύεται τόν Θεό ἔχει ἄγχος;
Ὄχι. Εἶναι σάν τό μωρό στήν ἀγκαλιά τοῦ πατέρα του. Τό μωρό ποτέ δέν ἔχει ἄγχος, γιατί ξέρει ὅτι γιά ὅλα θά φροντίσει ὁ μπαμπάς καί ἡ μαμά. Τό ἴδιο καί τό μικρό παιδάκι. Ἔτσι εἶναι καί ὀ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ δέν ἔχει ἄγχος, γιατί γνωρίζει ὅτι ὑπάρχει μιά ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ πού λέγεται Θεία Πρόνοια. Αὐτή ἡ Θεία Πρόνοια εἶναι ἡ θεία φροντίδα, ἡ ὁποία μετράει ἀκόμα καί τίς τρίχες μας (πρβλ. Ματθ. 10,30), ὅπως ἔχει πεῖ πάλι ὁ Χριστός.
– Ἀσχολεῖται κανείς μέ τό νά μετράει τίς τρίχες του;
Ὄχι. Ὁ Χριστός ὅμως τίς ἔχει μετρήσει, τό ὁποῖο σημαίνει ὅτι ἐνδιαφέρεται καί γιά αὐτά πού ἐμεῖς θεωροῦμε δευτερεύοντα καί τριτεύοντα. Ὁ Θεός τά φροντίζει ὅλα. Λέει: «ἐσύ δέν μπορεῖς οὔτε μία τρίχα νά τήν κάνεις μαύρη ἤ ἄσπρη» (Ματθ. 5,36) καί δέν ἐννοεῖ μέ τίς βαφές βέβαια… «Ἀφοῦ λοιπόν δέν μπορεῖς νά ἀλλάξεις οὔτε μία τρίχα, γιατί δέν ἐμπιστεύεσαι τόν Δημιουργό σου; Οὔτε ἕνα ἑκατοστό δέν μπορεῖς νά προσθέσεις στό ὕψος σου. Τί σκοτώνεσαι καί παιδεύεσαι καί ἀγωνιᾶς;». Καί τί θά κάνω αὔριο.. καί μεθαύριο.. καί σέ δυό χρόνια.. καί ἄν θά ἔχουμε κρίση κ.λ.π. «Ἀφήσου σέ Μένα. Ἐγώ πού σοῦ ἔδωσα τό εἶναι, τήν ὕπαρξη, τό σῶμα, τήν ψυχή, θά φροντίσω καί γιά τό πῶς θά συντηρηθεῖς. Ἐσύ κάνε μόνο ἕνα πράγμα: νά ζητᾶς τήν Βασιλεία Μου. Δηλαδή νά ζητᾶς νά εἶμαι Ἐγώ βασιλιάς σου, μόνος Ἐγώ μέσα στήν καρδιά σου, κυρίαρχος, καί ἐσύ νά ὑπακοῦς σέ Μένα. Νά τηρεῖς τίς ἐντολές Μου. Ὅλα τά ἄλλα μετά θά τά φροντίσω Ἐγώ».
– Δέν θά ἐργαζόμαστε;
Θά ἐργαζόμαστε, γιατί εἶναι ἐντολή τοῦ Θεοῦ νά ἐργαζόμαστε, ὄχι ὅμως γιά νά ζήσουμε, ἀλλά γιατί ἀγαπᾶμε τόν Χριστό καί τούς ἄλλους ἀνθρώπους καί θά θέλουμε νά κάνουμε ἐλεημοσύνη, νά εὐεργετοῦμε τά παιδιά τοῦ Θεοῦ μέ τό προϊόν τοῦ κόπου μας καί νά μήν ζοῦμε εἰς βάρος τῶν ἄλλων. Ἀλλά ἡ ζωή δέν εἶναι ἀπό τήν ἐργασία, οὔτε ἀπό τό μισθό μας, οὔτε ἀπό τά μπράτσα μας. Ἡ ζωή εἶναι ὁ Χριστός. Γι’ αὐτό εἶπε «ἐγώ εἰμι ἡ ὁδός καί ἡ ἀλήθεια καί ἡ ζωή» (Ἰω. 14,6). Δηλαδή ἄν θέλουμε νά ζήσουμε, θά πρέπει νά ἔχουμε τόν Χριστό καί ὄχι δουλειά. Σήμερα πολλοί γονεῖς ἀγωνιοῦν γιά τά παιδιά τους πού δέν ἔχουν δουλειά, ἀλλά δέν ἀγωνιοῦν γιά τά παιδιά τους πού δέν ἔχουν Χριστό, ἐνῶ αὐτή θά ἔπρεπε νά εἶναι ἡ μέριμνά τους νά φέρουν τά παιδιά τους στόν Χριστό. Γιατί μέ τήν δουλειά δέν ζεῖς. Ἁπλῶς ἔχεις χρήματα γιά νά ζεῖς βιολογικά, σωματικά κι αὐτό ὄχι σίγουρα… Ἀλλά τήν ἀγάπη, τήν εἰρήνη καί τήν ζωή καί ὅλα αὐτά πού ὅλοι ψάχνουμε, θά τά βροῦμε μόνο στόν Χριστό.
Τό ἄγχος εἴπαμε ἔχει ὡς αἰτία τήν ἀπιστία. Ὁ ἄνθρωπος πού δέν ἐμπιστεύεται τόν Θεό, πιάνεται ἀπό τόν ἑαυτό του ἤ ἀπό ἄλλους ἀνθρώπους. Ἡ Γραφή ὅμως ἀποκαλεῖ καταραμένο αὐτόν πού ἐμπιστεύεται στά μπράτσα του ἤ σέ ἄλλους ἀνθρώπους: «Ἐπικατάρατος ὁ ἄνθρωπος, ὅς τήν ἐλπίδα ἔχει ἐπ᾿ ἄνθρωπον ἤ στηρίζει σάρκα βραχίονος αὐτοῦ ἐπ᾿ αὐτόν» (Ἱερ. 17,5). Καταραμένος θά πεῖ χωρισμένος ἀπό τόν Θεό, ἀπό τήν θεία Χάρη, ἀπό τήν θεία βοήθεια. Ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος ποτέ δέν μπορεῖ νά ἔχει ὑγεία, οὔτε σωματική, οὔτε ψυχική. Γι’ αὐτό ἡ ἀπιστία πάει χέρι-χέρι μέ τό ἄγχος καί ἀκολουθοῦν ὅλες τίς ἀρρώστιες. Καί ὅλοι αὐτοί οἱ ἄνθρωποι, πού δέν ἐμπιστεύονται τόν Θεό καί τήν Χάρη, κυκλοφοροῦν μετά ἀπό κάποια ἡλικία μέ ψυχοφάρμακα προσπαθώντας μέ ἠρεμιστικά νά βροῦν λίγο ὕπνο γιά νά μήν τρελαθοῦν.
«Τό ἄγχος τό δημιουργεῖ ἡ κατάργηση τοῦ θρησκευτικοῦ αἰσθήματος». Βλέπετε τί λέει; Πολλοί σήμερα λένε δέν χρειάζεται ἡ θρησκεία. «Καλά ἐσύ εἶσαι τέτοιος ἄνθρωπος θρησκευόμενος, ἐγώ δέν εἶμαι»! Αὐτό κρύβει μεγάλη ὑπερηφάνεια, μεγάλο ἐγωισμό καί ὁδηγεῖ σέ μεγάλο ἄγχος. Εἶναι σάν νά λέει αὐτός ὁ ἄνθρωπος ὅτι «δέν χρειάζομαι τόν Θεό». Μά ποιός σέ ἔφερε ἄνθρωπέ μου στήν ὕπαρξη; Μόνος σου δημιουργήθηκες; Ἐσύ ἔφτιαξες τό σῶμα σου καί τήν ψυχή σου; Ἤ μήπως οἱ γονεῖς σου; Ὁ Χριστός τά ἔφτιαξε. Ἄν δέν ἤθελε ὁ Χριστός, δέν θά ὑπῆρχες. Πῶς λοιπόν λές ὅτι δέν θέλω νά ἔχω σχέση μ’ Αὐτόν; Εἶναι σάν νά ξεκόβεσαι ἀπό τίς ρίζες σου. Τί θά γίνει ἔνα τέτοιο δέντρο; Γίνεται ἕνα ξερό δέντρο, λέει ὁ Ἅγιος Πορφύριος, ὅταν προσπαθεῖ ὁ ἄνθρωπος νά καταργήσει τό θρησκευτικό συναίσθημα, δηλαδή τήν τάση αὐτή πού τοῦ ἔχει βάλει ὁ Θεός νά πηγαίνει πρός Αὐτόν. Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἔχουμε αὐτή τήν τάση, τήν ὁρμή. Εἶναι αὐτό πού λέμε κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωση. Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἔχουμε μέσα μας τό κατ’ εἰκόνα καί ὅλοι σέ τελευταία ἀνάλυση ψάχνουμε τόν Θεό. Κι αὐτοί ἀκόμα πού ἀρνοῦνται τόν Θεό ἔχουν αὐτή τήν τάση καί προσπαθοῦν νά μᾶς πείσουν καί νά πείσουν καί τόν ἑαυτό τους ὅτι δέν τήν ἔχουν.
Ἄν ὁ ἄνθρωπος δέν ἱκανοποιήσει αὐτή τήν ροπή, πηγαίνει ἀντίθετα στίς προδιαγραφές του. Γιατί ὅλες οἱ προδιαγραφές μας μᾶς κατευθύνουν στόν Θεό, ὅλα μᾶς φωνάζουν ‘πήγαινε στόν Θεό’. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀγνοεῖ αὐτή τήν φωνή τῆς συνειδήσεώς του εἶναι σάν μιά μηχανή πού δουλεύει ἀνάποδα καί παίρνοντας ἀνάποδες στροφές καταστρέφεται.
«Ἄν δέν ἔχετε ἔρωτα γιά τόν Χριστό, ἄν δέν ἀσχολεῖσθε μέ ἅγια πράγματα, σίγουρα», λέει ὁ Ἅγιος Πορφύριος, «θά γεμίσετε μέ μελαγχολία, μέ τό κακό». Βλέπετε; Εἶναι νόμος αὐτός. Σήμερα μᾶς κάνει ἐντύπωση πού τόσοι ἄνθρωποι ἔχουν ψυχολογικά προβλήματα. Συμβαίνει ἀκριβῶς διότι ἔχουν φύγει ἀπό τόν Θεό, ὁπότε οὔτε προσεύχονται, οὔτε προσπαθοῦν ν’ ἀγαπήσουν τόν Θεό. Κι ἄν κανείς δέν τό κάνει αὐτό, λειτουργεῖ ἀνάποδα ἀπ’ ὅτι εἶναι φτιαγμένος νά λειτουργήσει. Ὁπότε αὐτό ξεσπάει καί ὁ ἄνθρωπος ἀρρωσταίνει ψυχικά καί σωματικά.
«Τί γίνεται, ὅμως, στόν κόσμο; Ἀκοῦστε με νά σᾶς πῶ ἕνα παράδειγμα. Μιά κοπελίτσα πῆγε σ΄ ἕνα γιατρό καί τῆς ἔδωσε ὁρμόνες. Τῆς λέω: – Παιδί μου, μήν τίς πάρεις!». Οἱ ὁρμόνες, ὅπως εἴπαμε, εἶναι οὐσίες πού βγάζουμε ἐμεῖς οἱ ἴδιοι καί ρυθμίζουν ὅλες τίς λειτουργίες. Ἄν τώρα ὁ ἄνθρωπος παίρνει καί ἀπ’ ἔξω ὁρμόνες, μπερδεύεται πολύ τό πράγμα. «Δέν εἶμαι γιατρός», τῆς λέει ὁ Ἅγιος Πορφύριος, «δέν θέλω ὑπ’ εὐθύνη μου νά ἐνεργήσεις, ὅμως καταλαβαίνω ὅτι δέν πρέπει νά τίς πάρεις». Πῶς τό καταλάβαινε; Μέ τήν Χάρη πού εἶχε τοῦ Ἁγίου Θεοῦ. «Καλό εἶναι νά πάεις τουλάχιστον σ΄ ἕναν ἐνδοκρινολόγο. Τό πρόβλημά σου εἶναι περισσότερο ζήτημα ἐνδοκρινολόγου. Εἶναι ἀπό τίς στενοχώριες». Γιατί, ὅταν στενοχωριέται καί ἀγχώνεται ὀ ἄνθρωπος, τό ἐνδοκρινολογικό σύστημα ὑπερλειτουργεῖ καί παίρνει μιά βοήθεια κανείς μέ χάπια νά τό ρυθμίσει. Ἀλλά ἡ ἀληθινή βοήθεια εἶναι νά μήν στενοχωριέται.
– Γίνεται ὁ ἄνθρωπος νά μήν στενοχωριέται;
Γίνεται! Τό λέει ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ: «θλιβόμενοι ἀλλ᾿ οὐ στενοχωρούμενοι» (Β΄Κορ. 4,8), πού σημαίνει ὅτι μπορεῖς νά θλίβεσαι ἀλλά νά μήν στενοχωριέσαι. Θλίβομαι, δηλαδή συν-θλίβομαι, πιέζομαι ἐξωτερικά ἀπό μιά κατάσταση. Ἄλλο ὅμως πιέζομαι ἐξωτερικά καί ἄλλο ἀπό μέσα μου στενοχωριέμαι, ἀγχώνομαι καί ἀγωνιῶ. Μπορεῖ νά θλίβεσαι ἐξωτερικά, ἀλλά νά μήν στενοχωριέσαι ταυτόχρονα. Πῶς; Νά πεῖς: «Θέε μου, Ἐσύ πού ἐπιτρέπεις αὐτή τήν ἐξωτερική θλίψη, δῶσε Ἐσύ καί τήν λύση. Πατέρας εἶσαι, ξέρεις γιατί μοῦ ἦρθε αὐτό, γιατί τό παραχώρησες. Ἐσύ δῶσε μου καί τήν ὑπομονή καί τήν εἰρήνη καί τήν λύση». Καί σίγουρα θά ἔρθει ἡ λύση. Ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ ξέρει ὅτι ὅλες οἱ θλίψεις ἔχουν ἡμερομηνία λήξης. Δέν πρόκειται ποτέ νά κρατήσουν γιά πάντα. Ὅπως καί οἱ χαρές, οἱ ἐξωτερικές, δέν κρατοῦν γιά πάντα. Ἡ μόνη χαρά πού δέν ἔχει ἡμερομηνία λήξης εἶναι ἡ χαρά τοῦ Θεοῦ. Ὄχι μόνο δέν λήγει, ἀλλά αὐξάνει ὅλο καί περισσότερο, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἔχει μέσα του τό Ἅγιο Πνεῦμα. Μάλιστα λένε οἱ Ἅγιοι, δέν αὐξάνει μόνο σ’ αὐτή τήν ζωή ἡ χαρά μας, ἀλλά καί στήν ἄλλη ζωή θά αὐξάνει καί θά περνᾶμε ἀπό χαρά σέ μεγαλύτερη χαρά, γιατί ὁ Θεός εἶναι ἄπειρος καί ὅσο ζεῖ κανείς στόν Θεό, τόσο μετέχει σ’ αὐτή τήν ἄπειρη χαρά τοῦ Θεοῦ.
Λέει ἡ κοπελίτσα: «- Πράγματι, ἔχω περάσει στενοχώριες. – Ἔ, αὐτό εἶναι! Εἰρήνευσε, γαλήνευσε, ἐξομολογήσου, μετάλαβε καί θά τακτοποιηθοῦν ὅλα». Βλέπετε; Ὁ Ἅγιος πάει στή ρίζα τῆς ἀρρώστιας πού εἶναι ἡ ψυχή. Ὁ γιατρός θά σοῦ δώσει κάποια φάρμακα προσπαθώντας νά γιατρέψει τό σῶμα, ἀλλά τό σῶμα δέν ἀρρωσταίνει ἀπό μόνο του, φταίει ἡ ψυχή. Κι ἄν ρυθμίσεις προσωρινά κάποια σωματική ἀρρώστια, μετά πάλι θά ἀπορρυθμιστεῖς, ὅταν στενοχωρεθεῖς, ἄν δέν διώξεις τήν ρίζα τῆς ἀρρώστιας.
«Πῆγε, λοιπόν, σ΄ ἕναν ἐνδοκρινολόγο καί τοῦ εἶπε ὅ,τι τῆς συνέβαινε. -Πά, πά, πά! τῆς λέει ὁ γιατρός. Νά μήν τά πάρεις καθόλου αὐτά τά φάρμακα»! Εἴδατε ὁ πρῶτος γιατρός τῆς εἶχε δώσει λάθος φάρμακα. «Πέταξέ τα! Θά σοῦ κάνουνε μεγάλο κακό. Καί μετά μοῦ τηλεφωνεῖ: – Ὅ,τι μοῦ εἶπες ἐσύ, μοῦ εἶπε καί ὁ γιατρός.
Βλέπετε, λοιπόν, τί γίνεται; Ἐνῶ μέ τήν ἐξομολόγηση καί τήν Θεία Κοινωνία ἔχουν θεραπευτεῖ πολλοί ἄνθρωποι». Ἡ λύση εἶναι νά στοχεύσουμε στήν ψυχική ὑγεία. Μόνο μέσω τοῦ Χριστοῦ. Γιατί κι αὐτές οἱ ὀνομασίες: ψυχοφάρμακα, ψυχίατροι, ψυχολογία, ψυχοθεραπεία κ.λ.π. εἶναι παραπλανητικές. Εἶναι παραπλανητικοί ὅροι, γιατί αὐτοί οἱ ἄνθρωποι σχεδόν δέν πιστεύουν ὅτι ὑπάρχει ψυχή. Ἔλεγε ὁ Ἅγιος Πορφύριος: βρῆκε ὁ διάβολος ἕναν τρόπο σήμερα καί ξεγελάει τούς ἀνθρώπους καί δέν λέμε στούς ἀνθρώπους ὅτι αἰτία εἶναι ἡ ψυχή καί τά δαιμόνια πού, ἐπειδή τά ἄφησες νά μποῦν μέσα στήν ψυχή σου, σοῦ δημιουργοῦν ἀκηδία, λύπη, κατάθλιψη. Ὑπάρχει τό δαιμόνιο τῆς ἀκηδίας, τό δαιμόνιο τῆς λύπης… Ὅλα αὐτά τά δαιμόνια, ὅταν ὁ ἄνθρωπος δέν μετανοεῖ καί δέν ἐξομολογεῖται, τόν ἐπηρεάζουν ψυχικά καί σωματικά καί τόν ἀρρωσταίνουν. Ὅταν λοιπόν διώξεις τήν αἰτία, πού εἶναι ἡ κακή ζωή, ἡ ἁμαρτία, τότε ἔρχεται καί ἡ σωματική ὑγεία.
«Ὅταν εἶναι κανείς ἄδειος ἀπό τόν Χριστό, τότε ἔρχονται χίλια δυό ἄλλα καί τόν γεμίζουν: ζήλειες, μίση, ἀνία, μελαγχολία, ἀντίδραση, κοσμικό φρόνημα, κοσμικές χαρές». Θά ἔχετε ἀκούσει τά νέα παιδιά «βαριέμαι, βαριέμαι, βαριέμαι..». Γιατί ὅλο βαριοῦνται; Εἶναι ὑγιές αὐτό; Ἤ μήπως φταίει τό ὅτι δέν ἔχουν γήπεδα νά τρέξουν καί ἀπευθύνονται στό κράτος νά κάνει ἀθλητικές ἐγκαταστάσεις; Ὅπως ἔχει γίνει καθημερινό φαινόμενο νά πέφτουν στά ναρκωτικά καί στήν κατάθλιψη.. Γιατί ὅλα αὐτά; Γιατί λείπει ὁ Χριστός. Γεμίζουν οἱ ἄνθρωποι μέ κοσμικές χαρές, οἱ ὁποῖες κρατᾶνε πολύ λίγο καί μετά ἔρχεται ἡ μελαγχολία καί ἡ ἀηδία.
«Προσπαθῆστε νά γεμίσετε τήν ψυχή σας μέ τόν Χριστό, γιά νά μήν τήν ἔχετε ἄδεια». Ἡ ψυχή δέν γεμίζει μέ τίποτα ἄλλο. Ἡ ψυχή ἐπειδή ἔχει τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ δέν γεμίζει παρά μόνο μέ τόν Θεό. Καί ὅπως λένε ὡραῖα οἱ Πατέρες, πρέπει τό κατ’ εἰκόνα νά πάει στήν εἰκόνα, δηλαδή αὐτό πού ἔχουμε μέσα μας νά μοιάσει μέ τόν Χριστό, ὁ ἄνθρωπος νά μοιάσει μέ τόν Χριστό καί ἐκεῖ πού βλέπει κανείς τόν ἄνθρωπο νά βλέπει τόν Χριστό. Τούς Ἁγίους μας πῶς τούς εἰκονίζουμε; Μέ φωτοστέφανο γιατί ἔχουν τόν Χριστό. Βλέποντας ἕναν ἅγιο, βλέπεις τήν Χάρη τοῦ Χριστοῦ, οὐσιαστικά βλέπεις τόν Χριστό. Καί παρακαλώντας ἕναν ἅγιο, παρακαλᾶς τόν Χριστό καί συγχρόνως μπορεῖ νά παρακαλοῦν τόν ἴδιο Ἅγιο ἄνθρωποι ἀπό διάφορα μέρη τῆς Ἑλλάδος καί νά τούς βοηθάει ὅλους. Δέν εἶναι πανταχοῦ παρών ὁ Ἅγιος, ἀλλά εἶναι ὁ Θεός, τοῦ Ὁποίου τήν Χάρη ἔχει ὁ Ἅγιος καί μπορεῖ νά μᾶς βοηθάει ἀπό ὅπου κι ἄν τόν ἐπικαλούμαστε.
Ὅσο ὁ ἄνθρωπος δέν ἔχει τόν Θεό, ἔχει ὑπαρξιακό κενό μέσα του. Δέν ξέρει γιατί ζεῖ, γιατί ὑπάρχει, ποῦ πορεύεται, ποιό εἶναι τό μέλλον του. Κι αὐτό τό ὑπαρξιακό κενό εἶναι τό πιό μεγάλο βάσανο τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου, τό ὁμολογοῦν καί οἱ σύγχρονοι φιλόσοφοι. Δέν ξέρουν οἱ ἄνθρωποι, ἰδίως στήν Εὐρώπη, γιατί ζοῦν, δέν βρίσκουν νόημα στήν ζωή τους. Γι’ αὐτό ἔχουν καί πολλές αὐτοκτονίες. Καί αὐτά θά ἔρθουν καί σέ μᾶς, θά τό δεῖτε, γιατί ἀφήσαμε τόν Χριστό καί πᾶμε νά γεμίσουμε τήν ψυχή μας μέ αὐτά τά ξυλοκέρατα, μέ τήν τέχνη, τά τραγούδια, τίς διασκεδάσεις, μέ χρήματα, μέ ὅλα αὐτά τά μάταια πού μᾶς λανσάρει ἡ Εὐρώπη καί ἡ ἀθεΐα.
«Ἡ ψυχή μας μοιάζει μέ μία δεξαμενή γεμάτη νερό. Ἄν τό νερό τό ρίξεις πρός τά λουλούδια, δηλαδή τίς ἀρετές, τόν δρόμο τοῦ καλοῦ, θά ζεῖς τήν ἀληθινή χαρά καί θ΄ ἀτροφήσουν οἱ κακίες, τ΄ ἀγκάθια. Ἄν, ὅμως, ρίξεις τό νερό πρός τά ἀγκάθια, αὐτά θ΄ ἀναπτυχθοῦν καί θά σέ πνίξουν καί θά μαραθοῦν ὅλα τά λουλούδια». Ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου ἔχει κάποιες δυνάμεις. Ἄν αὐτές τίς δυνάμεις τίς διοχετεύσουμε στό καλό, τότε θά μεγαλώσουν οἱ ἀρετές καί οἱ κακίες, τά ἀγκάθια, θά μαραζώσουν. Ἄν ὅμως τίς δυνάμεις αὐτές τίς ρίξουμε στό κακό, θά ἀναπτυχθοῦν οἱ κακίες καί θά μᾶς πνίξουν καί θά μαραθοῦν ὅλα τά λουλούδια.
Μᾶς ἔχει δώσει ὁ Θεός, γιά παράδειγμα, μία δύναμη πού λέγεται θυμός. Ἄν χρησιμοποιήσεις τόν θυμό καλῶς, βοηθάει στό νά πᾶς στόν Θεό. Ἡ σωστή χρήση τοῦ θυμοῦ εἶναι ὅταν θυμώνουμε γιά νά ὑπερασπιστοῦμε τόν Θεό ἤ τόν πλησίον μας. Ποτέ γιά νά ὑπερασπιστοῦμε τόν ἑαυτό μας. Ὅταν λοιπόν ὁ ἄνθρωπος ἀκούει μία βλασφημία καί θυμώνει, καλά κάνει καί θυμώνει. Ἤ ὅταν ἀδικεῖται ὁ πλησίον καί τόν ὑπερασπίζεται. Ἄν ὅμως θυμώσει, ὅταν ἀδικεῖται ὁ ἴδιος, πού δέν πρέπει, τότε ποτίζει τά ἀγκάθια, ἀναπτύσσει μέσα του τό πάθος τοῦ θυμοῦ, κυριεύεται ἀπό αὐτό καί ζεῖ μιά μαύρη ζωή. Τό ἴδιο καί ὅλες οἱ ἄλλες δυνάμεις πού ἔχουμε, οἱ διάφορες ἐπιθυμίες πού ἔχουμε.
– Γιατί μᾶς ἔδωσε ὁ Θεός τήν ἐπιθυμία;
Ὄχι γιά νά κολλᾶμε στήν σάρκα καί στά φαγητά καί στίς ἡδονές, ἀλλά γιά νά ἀγαπήσουμε καί νά ἐπιθυμήσουμε τόν Ἴδιο. Ὅταν λοιπόν διοχετεύσεις αὐτή τήν δύναμη τῆς ἐπιθυμίας πρός τό καλό, πρός τόν Θεό καί ἀγαπήσεις σωστά τόν Θεό καί τόν πλησίον, τότε ἀναπτύσσεις τά λουλούδια καί τότε γίνεται ὅλη ἡ ζωή σου εὐωδιαστή. Ἄν ὅμως τήν δώσεις στά μάταια πράγματα καί ἐπιθυμήσεις χρήματα, τήν μάταιη δόξα τῶν ἀνθρώπων καί τίς σαρκικές ἡδονές, τότε ἀρρωσταίνεις. Τότε μέ τό νεράκι πού ἔχει μέσα ἡ δεξαμενή τῆς ψυχῆς σου ποτίζεις τά ἀγκάθια καί αὐτά μετά θά σέ ἀγκυλώσουν καί θά σέ πνίξουν.
«Ὅλα νά τά μεταρσιώνετε. Ἔτσι θά ζεῖτε τήν χαρά, μέ τήν χάριν τοῦ Θεοῦ. «Πάντα ἰσχύω ἐν τῷ ἐνδυναμοῦντί με Χριστῷ…»». Ὅλα δηλαδή νά τά ἀνεβάζουμε καί νά τά προσφέρουμε στόν Θεό. Ἔχεις λ.χ. ἕνα παιδάκι, σέ ἀξίωσε ὁ Θεός νά εἶσαι μητέρα, πατέρας, μήν νομίσεις ὅτι εἶναι δικό σου τό παιδί. Τό παιδί εἶναι τοῦ Θεοῦ. Θά πεῖς: «Θεέ μου δικό Σου εἶναι, Ἐσύ προστάτεψέ το, Ἐσύ φώτισέ το». Ἔχεις κάποια ὑλικά ἀγαθά. Δόξασε τόν Θεό. Ὅ,τι ἔχεις, πρόσφερέ το στόν Θεό. Ἀκόμα καί γιά τήν ὑγεία πού ἔχεις, δόξασε τόν Θεό. Γι’ αὐτό στήν Θεία Λειτουργία λέμε: «Τά σά ἐκ τῶν σῶν», τά δικά Σου, Σοῦ τά προσφέρουμε Κύριε, δηλαδή ὅ,τι ἔχουμε Τοῦ τό δίνουμε. Παίρνουμε τό σιτάρι καί τά σταφύλια σάν ἀντιπροσωπευτικό δεῖγμα τοῦ Θεοῦ, βάζουμε καί κάτι δικό μας μέσα, τά ζυμώνουμε, καί τά προσφέρουμε στόν Θεό καί εὐχαριστοῦμε τόν Θεό γιά ὅλα ὅσα μᾶς χαρίζει. Ὅταν ὅλα τά προσφέρουμε στόν Θεό, τότε ζοῦμε τήν χαρά καί τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ καί τότε μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ μποροῦμε νά κάνουμε τά πάντα. Ἐνῶ χωρίς τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ δέν μποροῦμε νά κάνουμε τίποτα.
«Μήν πεῖτε ὅτι θά κατορθώσετε κάτι. Μήν τό φαντασθεῖτε αὐτό ποτέ. Τό εἶπε ὁ Κύριος: «χωρίς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν». Δέν γίνεται ἀλλιῶς. Ποτέ ὁ ἄνθρωπος δέν πρέπει νά ἐμπιστεύεται τίς δυνάμεις του, ἀλλά τό ἔλεος καί τήν εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ». Δηλαδή μέσα στήν Ἐκκλησία ζοῦμε μέ κέντρο τόν Χριστό. Καί αὐτό ἄς κρατήσουμε ἀπό τήν σημερινή ὁμιλία: ὅτι κέντρο τῆς ζωῆς μας πρέπει νά γίνει ὁ Χριστός, τίποτα ἄλλο, οὔτε ὁ κόσμος, οὔτε τά παιδιά μας, οὔτε ἡ μητέρα μας, ὁ πατέρας μας, τά χρήματά μας, τό ἐπάγγελμά μας, ἡ ἐπιστήμη μας, τίποτα ἀπό αὐτά. Γι’ αὐτό εἶπε ὁ Χριστός: «Έγώ εἶμαι τό Α καί τό Ω» (Ἀποκ. 1,8), ἡ ἀρχή καί τό τέλος.
«Ὁ ἄνθρωπος θά κάνει μιά μικρή προσπάθεια, ἀλλά ὁ Χριστός θά τήν στεφανώσει. Εἶναι πλάνη νά πιστεύσετε ὅτι πετύχατε κάτι μόνοι σας. Ὅσο προχωράει ὁ ἄνθρωπος καί πλησιάζει πρός τόν Χριστό, τόσο αἰσθάνεται περισσότερο ὅτι εἶναι ἀτελής. Ἐνῶ ὁ φαρισαῖος πού λέει: «Ἐγώ! Ἐγώ εἶμαι καλός, κάνω τοῦτο, ἐκεῖνο, τό ἄλλο…», βρίσκεται σέ πλανη».
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
Ἐρ. : Εἴπατε ὅτι μέ τρεῖς τρόπους λέει ψέματα ὁ ἄνθρωπος. Μέ τό στόμα, ψεύδεται. Μέ τήν ζωή του ὅλη καί μέ τήν διάνοια. Αὐτό μπορεῖτε νά τό ἀναλύσετε;
Ἀπ. : Μέ τήν διάνοια, δηλαδή μέ τίς ὑποψίες. Γιά παράδειγμα, ἔρχεται ὁ διάβολος καί μᾶς βάζει μία ὑποψία ὅτι ἡ Μαρία τά ἔχει ἐναντίον σου. Αὐτό εἶναι ἕνα ψέμα, εἶναι μία ὑποψία. Ἤ βάζει ὁ διάβολος ὑποψίες στήν σύζυγο γιά τόν σύζυγο καί ταλαιπωρεῖται ἡ σύζυγος μέ τέτοιους λογισμούς, πού τούς λέμε λογισμούς ζηλοτυπίας. Ἤ συμβαίνει τό ἀντίστροφο. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος τό δεχτεῖ αὐτό, ψεύδεται μέ τήν διάνοιά του. Γι’ αὐτό λέει ὁ ἀββᾶς Δωρόθεος ὅτι καί οἱ ὑποψίες εἶναι ἕνα εἶδος ψέματος. Μπορεῖ νά μήν τό λές ἐξωτερικά, ἀλλά τό λές μέσα σου, μέ τή διάνοιά σου. Ἐπίσης, ἄλλος μπορεῖ νά λέει ψέματα μέ τά λόγια καί ἄλλος μέ ὅλη του τήν ζωή, νά ὑποκρίνεται. Τί σημαίνει ὑποκρίνομαι; Ἄλλο λέω καί ἄλλο εἶμαι. Ἄλλο φαίνομαι καί ἄλλο εἶμαι.
Νά σᾶς πῶ μιά πολύ ἁπλή μορφή ὑποκρισίας; Μήν στενοχωρηθεῖτε, οἱ γυναῖκες… Ἐνῶ εἶναι γιαγιάδες, βάφουν τά μαλλιά τους. Καί ἐνῶ μία ἔχει ἄσπρα, πανέμορφα μαλλάκια, θέλει νά φαίνεται νέα. Καί οἱ ἄνδρες τό κάνουν τώρα… Καί περιφέρει ἕνα ψέμα. Μά γιατί νά θέλεις νά φαίνεσαι νέα δηλαδή; Ὁ νέος εἶναι πιό καλός ἀπό τόν γέρο; Γιατί; Ἴσα-ἴσα πού ὁ γέρος ἔχει τήν σύνεση καί τήν πείρα τῆς ζωῆς. Γιατί χαλᾶς αὐτό πού σοῦ δίνει ὁ Θεός; Ἤ π.χ. τώρα πού ἔγινε τό σύμφωνο συμβίωσης τῶν ὁμοφυλοφίλων, ὑποκρινόμαστε ὅτι συμφωνοῦμε. Γιατί; Ἀφοῦ δέν συμφωνοῦμε. Δέν βγῆκε κανένας νά κλείσει κανέναν δρόμο. Ἀλλά ὅταν ἀπειλήθηκε ἡ τσέπη μας, τούς κλείσαμε τούς δρόμους. Ἐντάξει καί γι’ αὐτά λίγο νά φροντίζουμε, γιά νά μήν εἶναι καί τό κράτος ἀνεξέλεγκτο, ἀλλά τό ἄλλο εἶναι πολύ πιό βαρύ, γιατί ἀπειλεῖ τήν ἴδια τήν ὀντολογία τοῦ ἀνθρώπου. Δέν εἶναι ἕνας νόμος πού ἀντίκειται μόνο στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, τό ὁποῖο βέβαια εἶναι πολύ σοβαρό, ἀλλά ἀντίκειται στήν ἴδια τήν ἀνθρώπινη φυσιολογία κι ὅμως δέν διαμαρτυρόμαστε! Ὑποκρινόμαστε ὅτι συμφωνοῦμε, γιατί μπορεῖ ὁ ἄλλος νά τά βάλει μαζί μας, νά μᾶς εἰρωνευτεῖ κ.ἄ. Πολλές φορές πᾶμε σέ ἕνα ἐστιατόριο καί ντρεπόμαστε νά κάνουμε τόν σταυρό μας. Ἤ περνᾶμε ἔξω ἀπό μιά Ἐκκλησία καί δέν κάνουμε τόν σταυρό μας, ἐνῶ πιστεύουμε. Ὑποκρινόμαστε ὅτι εἴμαστε σάν ὅλους τούς ἄλλους. Γιατί ὑποκρίνεσαι καί δέν φανερώνεις τήν πίστη σου; Ἤ μπορεῖ νά εἶναι ἡμέρα νηστείας καί νά βρίσκεσαι σέ δημόσιο τραπέζι καί νά τρῶς. Γιατί ὑποκρίνεσαι ὅτι δέν νηστεύεις; Διότι φοβᾶσαι τίς εἰρωνεῖες καί τίς κοροϊδίες…
Ἐρ. : …………………..
Ἀπ. : Ὑπάρχουν δύο δραστικά κέντρα στόν ἄνθρωπο. Ἕνα κέντρο, πού εἶναι τό κατεξοχήν κέντρο τοῦ ἀνθρώπου, ἡ καρδιά, ὅπου εἶναι ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου καί ἕνα ἄλλο κέντρο πού εἶναι ὁ ἐγκέφαλος, ἡ διάνοια, ἡ σκέψη. Ὅταν ἔρχεται ἕνας λογισμός, ἔρχεται στή διάνοια καί ἔχεις δύο ἐπιλογές: Ἤ νά μείνει στή διάνοια ἤ νά κατέβει στήν καρδιά, νά τό δεχτεῖς. Ἄν ἀντισταθεῖς, δέν ἁμαρτάνεις. Ὁ διάβολος σφυρίζει διάφορους λογισμούς. Ἡ δουλειά του εἶναι νά κάνει προτάσεις. Δέν ἔχει δύναμη ὁ διάβολος νά μᾶς ἀναγκάσει νά κάνουμε τό κακό, μᾶς προτείνει τό κακό. Ὅπως εἶπε στήν Εὔα: «Τί ἀκοῦς τόν Θεό; Φάε ἀπό αὐτόν τόν καρπό». Δέν τήν ἔβαλε νά κόψει τόν καρπό, μόνη της τό ἔκανε ἡ Εὔα. Ὁ διάβολος ἔκανε μόνο τήν πρόταση. Ἔτσι κάνει καί μέ μᾶς. Μᾶς βάζει λογισμούς καί μᾶς κάνει προτάσεις κυρίως μέσω τῆς φαντασίας. Μᾶς φτιάχνει μία εἰκόνα καί μᾶς λέει: «τί ὡραῖο θά ἦταν αὐτό νά τό κάνεις», μέ σκοπό νά τό πάρεις ἐσύ καί νά τό κατεβάσεις στήν καρδιά, νά τό κάνεις δικό σου. Ἄν τό κατεβάσεις στήν καρδιά, ἁμάρτησες. Γι’ αὐτό λέει ὁ Χριστός μας: «ἀπό τήν καρδιά βγαίνουν ἁμαρτωλές σκέψεις καί ἐπιθυμίες, φόνοι, μοιχεῖες, πορνεῖες..» (Ματθ.15,19) καί ὄχι ἀπό τήν διάνοια. Ὅσο εἶναι στή διάνοια, δέν εἶναι ἁμαρτία. Βλέπεις κάτι κακό, σοῦ ἔρχεται μία σκέψη. Ἄν δέν τό δεχτεῖς, δέν ἁμάρτησες.
Ἐμεῖς οἱ Πνευματικοί ἀκοῦμε ἕνα σωρό ἁμαρτίες. Μέ τό πού τίς ἀκοῦμε ἁμαρτάνουμε; Θεός φυλάξοι! Μόνο ἄν τίς δεχτεῖ μέσα του κάποιος καί κάνει εἰκόνες… τότε βέβαια θά ἔχει κάνει πάρα πολλές ἁμαρτίες, γιατί ὁ Πνευματικός σέ λίγο καιρό γίνεται ‘πανεπιστήμιο κακίας’, ξέρει ὅλες τίς κακίες τοῦ κόσμου. Ἀφοῦ ἀκούει τόν κόσμο! Τά πάντα ξέρει ὁ Πνευματικός. Αὐτό θά πεῖ ὅτι εἶναι ἁμαρτωλός; Ὄχι. Μένουν μόνο στόν ἐγκέφαλο, δέν τά κατεβάζει στήν καρδιά. Ἔτσι κι ἐσεῖς, μπορεῖ νά ἔρχεται μία σκέψη, μία φαντασία διαβολική, ἀλλά δέν θά πρέπει νά τήν δέχεστε. Ἐκεῖ εἶναι τό μυστικό.
Καί πῶς θά γίνει νά μήν κατέβει στήν καρδιά; Λένε οἱ Πατέρες, πρέπει νά βάλεις ἕναν φρουρό στήν πόρτα τῆς καρδιᾶς. Ὁ φρουρός εἶναι ἡ ἀδιάλειπτη προσευχή, τό Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ἐλέησέ με. Ὅταν ἔχεις αὐτόν τόν φρουρό δέν ἀφήνεις τούς λογισμούς ἀπό τήν διάνοια νά κατέβουν στήν καρδιά. Ὁπότε ὁ ἄνθρωπος εἶναι καθαρός, ἔχει καθαρή καρδιά. Κι αὐτός πού ἔχει καθαρή καρδιά, ἔχει τήν ὅραση τοῦ Θεοῦ, βλέπει τόν Θεό. Τό εἶπε ὁ Χριστός: «Μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ ὅτι αὐτοί τόν Θεόν ὄψονται (Ματθ. 5,8). Βλέπω τόν Θεό σημαίνει ὅτι ἔχω τήν Χάρη καί βλέπω αὐτά πού εἶπε ἐδῶ ὁ Ἅγιος Πορφύριος: τήν χαρά, τήν εἰρήνη… Γιά νά φυλάξουμε αὐτή τήν χάρη, τήν εἰρήνη τοῦ Χριστοῦ, πρέπει νά ἔχουμε ἀδιάλειπτη προσευχή. Αὐτό εἶναι τό κλειδί γιά νά μήν ἐπιτρέπουμε στίς δαιμονικές σκέψεις καί ὑποβολές νά κατέβουν στήν καρδιά καί μᾶς ὑποδουλώσουν. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος δέχεται τίς κακές σκέψεις, γίνεται δοῦλος τους καί μετά κάνει ὅλες τίς ἁμαρτίες. Γίνεται, λένε οἱ Πατέρες «ἤ κτηνώδης ἤ δαιμονιώδης». Ἤ μοιάζει μέ τά ζῶα, τά κτήνη καί ζεῖ σαρκικά, μέσα στήν κραιπάλη καί τήν διαφθορά ἤ γίνεται σάν τούς δαίμονες, τσακώνεται, ζηλεύει, κατακρίνει, ἔχει ταραχή, θυμό, μίσος καί γίνεται σάν διάβολος, ὅπως πολλές φορές τό λέμε. Ὁ Θεός νά μᾶς φυλάξει ἀπό αὐτά, ἀλλά κι ἐμεῖς νά φυλάξουμε τόν ἑαυτό μας.

Ἀρχ. Σάββας Ἁγιορείτης

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...